Κύριες Διακρίσεις
Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένης ηθοποιού (Monica Vitti).
Ειδική μνεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
Παραλειπόμενα
Ο Antonioni ξεκίνησε τον Αύγουστο τα γυρίσματα, κατευθείαν από τις σκηνές του νησιού. Αυτό ήταν ένα νησί ανοιχτά της Σικελίας (στους Αιολικές Νήσους), και μαζί του είχε ένα επιτελείο και καστ 50 ανθρώπων. Κι ενώ ήταν να καθίσουν εκεί 3 εβδομάδες, ολοκλήρωσαν τη δουλειά σε 4 μήνες! Τα προβλήματα πολλαπλά. Με το “καλημέρα” έγινε αντιληπτή η ύπαρξη πολλών αρουραίων, φιδιών και κουνουπιών, σε συνδυασμό με έναν ασυνήθιστα για την εποχή κρύο καιρό, για να επιστεγαστεί το κακό με τη μη εμφάνιση του πλοιαρίου που είχε ναυλωθεί να τους πηγαίνει και να τους φέρνει στο νησάκι. Οι άνθρωποι του επιτελείου χρειάστηκε να φτιάξουν αυτοσχέδιες βάρκες από δοχεία βενζίνης και σανίδες, ώστε να μπορέσουν να φέρουν όλα τα υλικά που χρειάζονταν για το γύρισμα. Μία εβδομάδα μετά, η εταιρία παραγωγής χρεωκόπησε. Προσπερνώντας τις ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό, άπαντες συμφώνησαν να εργαστούν για τον σκηνοθέτη δωρεάν, και να πληρωθούν μόνο όταν βρίσκονταν νέα χρηματοδότηση. Υπήρχε μάλιστα ένα τριήμερο που κανένα πλοίο δεν έφτανε στο νησί, και βρέθηκαν όλοι αποκλεισμένοι δίχως φαΐ ή κουβέρτες. Στιγμιαία το συνεργείο κατέβηκε σε απεργία, με τον Antonioni και τον βοηθό του να γυρίζουν μόνοι τους ό,τι μπορούσαν. Αφού πλέον πέρασαν αρκετές εβδομάδες μαρτυρίου, η εταιρία Cino del Duca συμφώνησε να γίνει χρηματοδότης και τους έστειλε χρήματα.
Λόγω του κρύου στο νησί (Lisca Bianca), η Lea Massari απέκτησε καρδιακό πρόβλημα, μια και οι απαιτήσεις των γυρισμάτων την ήθελαν κάθε ημέρα να βουτάει στην ανοιχτή θάλασσα της Μεσογείου. Αυτό είχε ως κατάληξη να πέσει κάποιες ημέρες σε κώμα, και εσπευσμένα να τη μεταφέρουν στη Ρώμη για ιατρική περίθαλψη.
Όταν επιτέλους τελείωσαν οι σκηνές στο νησί, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε διάφορες τοποθεσίες της Σικελίας. Σε μία σκηνή που γυρίστηκε στη Μεσσήνη, ο Antonioni επέμενε να υπάρχουν 400 κομπάρσοι. Μαζεύτηκαν όμως μόνο 100, με τους άντρες του συνεργείου να αρπάζουν κυριολεκτικά περαστικούς και να τους υποχρεώνουν σε συμμετοχή.
Metro-Goldwyn-Mayer, American-International Pictures, Paramount Pictures και Warner Bros. αρνήθηκαν να διανείμουν την ταινία στις ΗΠΑ, με την Columbia Pictures εντέλει να αγοράζει τα δικαιώματα.
Το φιλμ ταλαιπωρήθηκε και κατά την απίθανη πρεμιέρα του στις Κάνες. Η Vitti (που από εδώ έμελλε να γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους) θυμόταν ότι οι θεατές γελούσαν και γιουχάριζαν, ειδικά στις μακρόσυρτες σκηνές, με αυτήν και τον Antonioni να “δραπετεύουν” από την αίθουσα. Την επομένη όμως το πρωί, έλαβαν μια λίστα από υπογραφές ανθρώπων του σινεμά και της λογοτεχνίας, όπου έγραφε ότι ήταν η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ. Μετά από επαναπροβολή, η ταινία κατέληξε να κερδίσει το βραβείο επιτροπής, και να γίνει διεθνής εμπορική επιτυχία στις αίθουσες.
Αποτέλεσε την έναρξη για μια τριλογία, με το Η Νύχτα (1961) και το Η Έκλειψη (1962) να ακολουθούν.
Δεν θεωρείται μόνο ως μία από τις καλύτερες ταινίες της έβδομης τέχνης, αλλά και μία από τις πλέον διαδραστικές. Πρόκειται για μια ταινία που παραδεχτά άλλαξε την οπτική του μέσου.
Μουσικά Παραλειπόμενα
Είναι από τις σπάνιες φορές που ο Antonioni χρησιμοποίησε ορίτζιναλ μουσικά θέματα πέρα μόνο από τους τίτλους. Για την εδώ σύνθεση, ζήτησε από τον Giovanni Fusco να δημιουργήσει “τζαζ σαν να είχε γραφτεί στους ελληνιστικούς χρόνους”.