Ο Καϊτέλ, που δεν έχει όνομα στην ταινία, είναι ο απόλυτα Κακός Μπάτσος (Bad Lieutenant). Είναι εθισμένος στα ναρκωτικά, χρωστάει σε γραφεία στοιχημάτων, και εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη δύναμη του σήματός του: κάνει τα στραβά μάτια στους εμπόρους ναρκωτικών γιατί ο ίδιος είναι πελάτης τους, ψωνίζει ανήλικες για να μην τις γράψει, κλέβει λεφτά από ληστές που μόλις διέπραξαν ληστεία. Παρόλα αυτά, έχει «οικογένεια». Πηγαίνει τα παιδιά του στο σχολείο το πρωί, για να επιστρέψει ξημερώματα έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών, καταρρέοντας στον καναπέ μέχρι το επόμενο πρωί. Οι δαίμονές του δεν τον εγκαταλείπουν, είναι κακός και το ξέρει, και απλά αφήνεται να βυθιστεί αργά-αργά σ’ έναν κόσμο γεμάτο τύψεις που τον συνθλίβουν.
Μέχρι τη μέρα που αναλαμβάνει μια υπόθεση βιασμού μιας καλόγριας. Προς μεγάλη του έκπληξη, του ομολογεί ότι είδε τον βιαστή της αλλά δεν θέλει να τον ψάξουν γιατί τον έχει συγχωρήσει. Ο Καϊτέλ, αδυνατεί να πιστέψει ότι μπορεί να υπάρχει ανθρώπινη ψυχή που θα συγχωρούσε ένα τέτοιο έγκλημα, κι αρχίζει να αναρωτιέται αν μπορεί κι ο ίδιος να λυτρωθεί από τα δικά του εγκλήματα. Η επαφή του με την πραγματικότητα χάνεται εντελώς.
Ο Αμπέλ Φεράρα, γνωστός για το θρασύ του στυλ, σκηνοθετεί εδώ μια από τις κορυφαίες ταινίες των τελευταίων χρόνων, παίρνοντας από τον Χάρβεϊ Καϊτέλ την καλύτερη, ίσως, ερμηνεία της καριέρας του. Στην πραγματικότητα, πολύ λίγοι ηθοποιοί, αν όχι κανείς, θα δέχονταν να εκτεθούν κάτω από το φως αυτής της συγκλονιστικής ταινίας.
Η σπουδαία σκηνοθεσία του Φεράρα, συνδυασμένη με την έξοχη ερμηνεία του Καϊτέλ, συνθέτουν μια ταινία που μένει σφραγισμένη στη μνήμη μας για τη σκληρότητα που αναδύεται από ένα έργο τέχνης, όταν αυτό καταφέρνει να κάνει ένα τόσο αληθινό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη ηθική.
Ταινία χωρίς, ουσιαστικά, υπόθεση, τολμά να παίξει ένα δύσκολο στοίχημα που τελικά το κερδίζει θριαμβευτικά. Ξεφλουδίζει πλάνο-πλάνο τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, του ανθρώπινου πόνου, με τέτοια λεπτότητα, δηλητηριάζοντας το κορμί του μεγάλου Καϊτέλ, ο οποίος αφήνει τον εαυτό του να φτάσει σε έναν κόσμο υποκριτικής που η μόνη λέξη που μπορεί να τον περιγράψει, θα ήταν «καθαρτήριο».