Αρχική έμπνευση για την ιστορία ήταν ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φώκνερ, Ο Ξένος στο Χώμα, σχετικά με το πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να υπομείνουν τη δουλεία, μα κανείς δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία. Η ιδέα της ελευθερίας ως βάρος ήταν το πιο σημαντικό θέμα για μένα όσο δούλευα την ταινία. Αναπόφευκτα, η ίδια ιδέα με οδήγησε να σκεφτώ το βάρος της μνήμης και τη σχέση μεταξύ των δύο. Είναι δυνατόν να αντέξεις την ελευθερία από τη μνήμη; Στράφηκα στο δικό μου φορτίο μνήμης, το οποίο περιλάμβανε ένα γεγονός που ήταν μεταμορφωτικό και τραυματικό για μένα και για πολλούς άλλους. Το αποτέλεσμα ήταν μια ιστορία ανθρώπων που το έζησαν και πολλά χρόνια αργότερα προσπαθούν να συμβιβαστούν με το τραύμα που τους προκάλεσε. Ο κόσμος γύρω τους εξακολουθεί να είναι σημαδεμένος από αυτό, και έχουν σπάσει οι ίδιοι με τρόπο που υπαγορεύει όλες τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη αυτής της οικογένειας. Η προσπάθεια λήθης και αυτοσυντήρησης συνεπάγεται μια πράξη βίας ενάντια στην ανθρώπινη βούληση, η οποία -όλως παραδόξως- είναι ταυτόχρονα και πράξη αγάπης. Μου φαίνεται περίεργο να πω ότι οι νέοι στον Καύκασο είχαν ιδιαίτερα δραματικές εμπειρίες. Αυτό θα σήμαινε ότι οι νέοι σε άλλα μέρη όχι; Στην Τσετσενία, πάντως, σίγουρα έχουν. Μια φοιτήτριά μου έφυγε από την Τσετσενία όταν ήταν πολύ μικρή. Μπόρεσε να περιγράψει μόνο μια σκηνή: να περιμένει στο υπόγειο με την οικογένειά της τον πατέρα της να γυρίσει σπίτι. Αυτό ήταν. Οι υπόλοιποι από εμάς δεν είχαμε άμεση εμπειρία [του πολέμου]. Το περισσότερο που θυμάμαι είναι ότι όταν ήμουν πέντε χρονών, ζούσαμε ακριβώς δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό και εκεί έγινε μια τρομοκρατική επίθεση. Η μαμά φοβήθηκε, έγινε μια μεγάλη έκρηξη, έτρεξε έξω και μετά απλά πήγαμε να ρίξουμε μια ματιά. Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά: αναρωτιόμουν αν θα υπήρχε κόσμος εκεί. Αργότερα, αφού ολοκλήρωσα το εργαστήριο κινηματογράφου, διάβασα το ημερολόγιο μιας Ρωσίδας που ζούσε στην Τσετσενία, της Πολίνα Ζερεμπτσόβα. Άλλαξε τα πάντα για μένα. Σε κάποιο σημείο γράφει για το πώς κατά τη διάρκεια του πολέμου ανακάτευε σε ποτήρια φακελάκια με μια σκόνη φρούτων που λεγόταν Yupi με νερό και το πουλούσε στην αγορά. Αυτό πυροδότησε μια ανάμνηση: Ήμουν παιδί, δίπλα στο ποτάμι μαζί με όλη η οικογένεια και περνούσαμε υπέροχα, και ανακατεύαμε λίγο Yupi σε έναν κουβά. Και αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι δεν δεν ήξερα τίποτα για αυτό που συνέβαινε μόλις εξήντα μίλια μακριά. Για κάποιο λόγο δεν θυμάμαι καθόλου κανέναν γύρω μου να μου μιλά γι' αυτό, ή να έχω αντίληψη ή σκέψεις γι' αυτό. Απλά δεν συνέβη ποτέ.