Η ταινία που έφερε τον Κιμ Κι Ντουκ στην κορυφή του Κορεατικού blockbuster και ταυτόχρονα εξαγρίωσε φεμινιστικές οργανώσεις, πολιτικώς ορθούς κριτικούς και ηθικολόγους.
Μια πανέμορφη αφίσα με τη λεζάντα «Πως μετέτρεψα την αγαπημένη μου σε πόρνη», η οποία λογοκρίθηκε και σκίστηκε ως ένδειξη αγανάκτησης.
Μίσος, αγάπη, εξάρτηση, συνενοχή σε μια σχέση πέρα από τα καθιερωμένα, σε μια σκληρή και τολμηρή ταινία.
Το Bad Guy με την συμμετοχή της στο φεστιβάλ του Βερολίνου και το εξαιρετικό της box office καταξίωσε τον Κιμ Κι Ντουκ ως τον πιο ριζοσπαστικό Ασιάτη δημιουργό.
Η ταινία συνοψίζει την θεώρηση και σταθερή ενασχόληση του Κι Ντουκ με το περιθώριο του Ασιατικού θαύματος. Οι ήρωες του Κι Ντουκ όπως πάντα “χαμένα κορμιά” των δρόμων της νύχτας, με τους δικούς τους κώδικες ηθικής, που αναζητούν μια καλύτερη ζωή, πάντα στα πλαίσια που οριοθετεί η κοινωνία. Στο τέλος παραδίνονται αμαχητί στα πάθη και τις εμμονές τους. Η βία κορυφώνεται όσο το πάθος γίνεται μια καταστροφική πράξη σε μια ταινία που βρίσκεται στα όρια του αποτρόπαιου και του ονειρικού. Ο ίδιος ο Κι Ντουκ άλλωστε θεωρεί το σινεμά του «κατά το ήμισυ αφηρημένο»: «Το σκεπτικό μου είναι πως μια «κατά το ήμισυ αφηρημένη» ταινία κάνει κάτι παραπάνω από το να καταγράφει απλά την πραγματικότητα. Στον κόσμο όπως τον βλέπουμε προσπαθώ να προσθέσω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας».
Η εικονοποιία του Κι Ντουκ, με σαφείς αναφορές στους πίνακες του Έγκον Σίλε, η κυνική, σχεδόν ψυχρή αντιμετώπιση των παθών των ηρώων του, προσδίδουν στο φιλμ μια αλλόκοτη σιωπηλή αγριάδα, και μας εισάγουν στην κατά Κι Ντουκ θεώρηση της αγάπης και του έρωτα και της αδυναμίας των ανθρώπων να αλλάξουν το πεπρωμένο τους, όπως αυτό καθορίζεται από το δεδομένο τους ρόλο στην χοάνη της καπιταλιστικής μεγαλούπολης.
Το Bad Guy αποτελεί ένα ταξίδι στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής με μια ιστορία σκληρή και ηδονικά βίαιη. Πρόσωπα ανέκφραστα, λυπημένα, καθρέφτης ενός κόσμου απώλειας και μοναξιάς. Δεν υπάρχει οίκτος μόνον πόνος και συντριβή σε μια ταινία που προσπαθεί να κοιτάξει πίσω από τις συμβάσεις, που τολμά να ξύσει πληγές, να συγκρουστεί με την πολιτική ορθότητα και την ηθικολογία.
Ο Κιμ Κι Ντουκ δε λυπάται κανέναν, δεν υποχωρεί και πετάει κατάμουτρα αλήθειες που ενοχλούν. Το φινάλε εντελώς ανατρεπτικό, όχι μόνο δε βάζει τα πράγματα στη θέση τους, αλλά αφήνει αναπάντητα ερωτηματικά για την ίδια την ανθρώπινη φύση.
Ο σκηνοθέτης επίσης ανέφερε για την ταινία:
Το ερώτημα που προσπαθώ να θέσω (με το Bad Guy) είναι γιατί παρόλο που γεννιόμαστε με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια δικαιώματα και προσόντα, διαχωριζόμαστε και κατηγοριοποιούμαστε καθώς μεγαλώνουμε. Γιατί κρινόμαστε σύμφωνα με την εξωτερική μας εμφάνιση; Γιατί είναι τόσο σημαντικό αν είμαστε όμορφοι ή άσχημοι, αν έχουμε λεφτά ή όχι; Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, τα οποία μας επιβάλλουν ως ενήλικες, χωριζόμαστε σε κατηγορίες και κοινωνικές τάξεις που δεν συμβαδίζουν η μια με την άλλη. Αναρωτήθηκα εάν είναι πραγματικά δυνατό γι’ αυτές τις τάξεις να συμβαδίσουν και να συγχωνευτούν οι κόσμοι τους.
Και συνεχίζει:
Η απάντησή μου είναι πως οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται ο ένας τον άλλο, ανεξάρτητα από κοινωνικές τάξεις, εμφάνιση ή οικονομική κατάσταση. Αυτή είναι η απάντησή μου, αλλά η πρόθεση μου κάνοντας την ταινία ήταν να αντιμετωπίσω το κοινό με αυτό το ερώτημα. Είμαι βέβαιος πως ο καθένας θα βρει τη δική του απάντηση.
Βέβαια, ακόμα και με τα δεδομένα των προηγούμενων ταινιών του Κιμ Κι Ντουκ, το Bad Guy αντιμετώπισε αντιφατικές αντιδράσεις. Η υποδοχή της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ του Πουσάν κυμάνθηκε από τον άκρατο ενθουσιασμό έως τις απόλυτα εχθρικές ανακοινώσεις από τα κινηματογραφικά περιοδικά. Κάποιες γυναίκες μάλιστα από το κοινό, έσκισαν την αφίσα σε ένδειξη αγανάκτησης.
Ο Κιμ Κι Ντουκ είχε δηλώσει:
Θεωρώ ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε ένα ανώτερο επίπεδο από τους πάντες. Διαθέτουν κάτι που οι άντρες έχουν πάντα ανάγκη και θα πλήρωναν για να το αποκτήσουν. Πιθανότατα θα διαφωνήσετε μαζί μου, αλλά κατά τη γνώμη μου η σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι έτσι κι αλλιώς ένα είδος πορνείας, παρόλο που δεν υφίσταται ανταλλαγή χρημάτων... Εάν σκεφτείς τις ταινίες μου σαν έναν Κιμ Κι Ντουκ που απεικονίζει την ατυχία των γυναικών, τότε αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Εάν όμως το σκεφτείς σαν την απεικόνιση ενός προβλήματος που προυπήρχε στην κοινωνία, τοτε δεν μπορείς να μισήσεις πραγματικά το Bad Guy.
Ο Κιμ Κι-Ντουκ μιλάει για τις ταινίες του
Ο κοινός τόπος των έργων μου είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Μπορεί να έχουν διαφορετικό χρώμα, διαφορετικά μάτια, οτιδήποτε, αλλά τελικά όλοι είναι ανθρώπινες υπάρξεις, μοιράζονται τα ίδια πράγματα. Αυτό που ζητάω με τις ταινίες μου είναι η επικοινωνία.
Δεν πιστεύω πως τα λόγια λύνουν κανένα πρόβλημα. Μερικές φορές η σιωπή μεταφέρει περισσότερο αληθινό συναίσθημα, ενώ οι λέξεις, υπό προϋποθέσεις, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.
Οι σκηνοθέτες δεν πρέπει να αποσαφηνίζουν τα πάντα στις ταινίες τους. Για μένα, η ταινία είναι μία μορφή ερώτησης που απευθύνω στους άλλους, στο κοινό. Για αυτό άλλωστε το σινεμά είναι ενδιαφέρον μέσο. Και αυτός είναι ο λόγος που οι ταινίες μου δεν δίνουν συγκεκριμένες απαντήσεις, καθώς οι απαντήσεις αλλάζουν διαρκώς όπως εξελισσόμαστε.
Η ενασχόληση μου με τη ζωγραφική με ωφέλησε αρκετά, αλλά για αρκετό καιρό επίσης τράβαγα φωτογραφίες. Δούλεψα σε πολλά εργοστάσια έτσι ξέρω καλά πώς λειτουργούν οι μηχανές. Κι αυτό με βοήθησε. Είναι σημαντική η θεωρητική και πρακτική κινηματογραφική εκπαίδευση, αλλά νομίζω πως το πιο σημαντικό είναι η εμπειρία της ζωής σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Θέλω να αναγκάσω τους ανθρώπους που στέκονται στον Πύργο της Βαβέλ να κατεβούν και να σφίξουν το χέρι μου, αυτή είναι η χειρονομία μου προς τον κόσμο, μία χειραψία στ’ αλήθεια πολύ ταπεινή. Κάνοντας ταινίες προσπαθώ να κατανοήσω τον κόσμο, αυτό τον κόσμο που απέτυχα να καταλάβω, έναν κόσμο ευγένειας και ζεστασιάς που τον παραβλέπω παρασυρμένος από μία καθ’ έξη άγνοια που με οδηγεί σε διαφορετικές θεωρήσεις της ζωής.