Οι αξέχαστοι χαρακτήρες και το χιούμορ του κλασικού βιβλίου του Καρόλου Ντίκενς ζωντανεύουν στη μεγάλη οθόνη από τον δεξιοτέχνη Ρόμαν Πολάνσκι. Με εντυπωσιακό καστ, σκηνικά που αναπαριστούν πιστά το Λονδίνο του 19ου αιώνα και σε σενάριο του επίσης βραβευμένου με Όσκαρ για τον "Πιανίστα" Ρόναλντ Χάργουντ, οι αξέχαστοι χαρακτήρες και το χιούμορ από το βιβλίο του Καρόλου Ντίκενς ζωντανεύουν σε μία συναρπαστική ιστορία επιβίωσης με επίκεντρο ένα νεαρό αγόρι.
Το 2002, ο Ρόμαν Πολάνσκι παρουσίασε στη μεγάλη οθόνη τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του "Ο Πιανίστας", μια εντυπωσιακή ιστορία πόνου και επιβίωσης στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον Πολάνσκι, η ταινία αυτή ήταν μια προσωπική υπόθεση, καθώς τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αμέσως μετά τον "Πιανίστα" λοιπόν, αποφάσισε να κάνει μια εντελώς διαφορετική ταινία, ένα οικογενειακό φιλμ που θα απευθύνεται και σε νεανικό κοινό. Μαζί με τους συμπαραγωγούς, Ρόμπερτ Μπενμούσα και Αλέν Σαρντέ, ξεκίνησαν να διαβάζουν παιδικά βιβλία αναζητώντας την κατάλληλη ιστορία. Τη λύση έδωσε η σύζυγος του Πολάνσκι που πρότεινε να κάνουν μια νέα κινηματογραφική βερσιόν του Όλιβερ Τουίστ. Η ιστορία του Καρόλου Ντίκενς είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1948 από τον Ντέιβιντ Λιν και τον Κάρολ Ριντ είκοσι χρόνια αργότερα (με το μιούζικαλ "Oliver"). Ήταν λοιπόν η κατάλληλη στιγμή, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια και δυο γενιές, για μια νέα εκδοχή του γνωστού παραμυθιού.
Ο Πολάνσκι πιστεύει ότι τα παιδιά θα λατρέψουν τα στοιχεία φαντασίας που εμπεριέχονται στην ιστορία: "Πάνω απ΄ όλα είναι ένα παραμύθι για νεανικό κοινό. Φιλοδοξία μου ήταν να κάνω το φιλμ για τα δικά μου παιδιά. Τους διαβάζω ιστορίες κάθε βράδυ για να κοιμηθούν και ξέρω τι τους γοητεύει και πώς ταυτίζονται με τους χαρακτήρες. Το σημαντικό ήταν να μην τους δυσαρεστήσω με τον Όλιβερ Τουίστ".
Όταν ο "Όλιβερ Τουίστ" ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο μηνιαίο περιοδικό "Bentley΄s Miscellany" το 1837, είχε ως υπότιτλο τη φράση "Η Πρόοδος του Παιδιού της Ενορίας". Αρχικά, ο στόχος του Ντίκενς ήταν να περιγράψει στους αναγνώστες του πώς ήταν να είσαι "παιδί της ενορίας" στα χρόνια που ακολούθησαν τον νέο νόμο για τους φτωχούς το 1834. Έβλεπε το νομοσχέδιο να είναι υπό συζήτηση όταν ήταν ρεπόρτερ για τη ΄Morning Chronicle΄, και ήταν αρνητικός στη θέσπισή του, όπως φαινόταν μέσα από τα έργα του. Πριν από το 1834, οι άποροι εργάτες έπαιρναν ένα μικρό ποσό ως "ελεημοσύνη" από την ενορία τους προκειμένου να γλιτώνουν την ασιτία και ως συμπλήρωμα στις πάγιες γεωργικές αποδοχές τους. Ήταν ένα είδος πόρου για να ξεπερνούν οι άνθρωποι τις δυσκολίες τους μέχρι να σταθούν και πάλι στα πόδια τους. Κάθε ενορία φρόντιζε επίσης για τους ανέργους. Ενώ υπήρχαν αρκετά προβλήματα στο παλιό σύστημα, τα οποία η νέα νομοθεσία σκόπευε να εξαλείψει, πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν ότι "η θεραπεία ήταν πολύ χειρότερη από την ίδια τη νόσο". Ο νέος νόμος, σχεδιασμένος για την πρόληψη των ανέργων, χώριζε τις ενορίες σε δύο ομάδες: στους "συλλόγους για τη νομοθεσία υπέρ των φτωχών" και στα "πτωχοκομεία", όπου άνθρωποι χωρίς κατοικία ή κάποιο μέσο στήριξης διέμεναν και εργάζονταν για την ενορία.