Ένας Ανατολίτης, ένας Μωραΐτης, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αρβανίτης, ένας Κύπριος κι ένας λογιότατος από την Κω, μαθαίνοντας την είδηση για την καταστροφή της αρμάδας του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο (1827), συγκεντρώνονται σε ένα πανδοχείο για να γιορτάσουν το γεγονός. Το γλέντι, ωστόσο, γρήγορα θα ακολουθήσει μια σειρά παρεξηγήσεων και παρανοήσεων, αφού ο καθένας χρησιμοποιεί το ιδιαίτερο γλωσσικό του ιδίωμα…….
Στη Βαβυλωνία σύμφωνα με τον μελετητή Δημήτριο Σπάθη, «ο Βυζάντιος εκμεταλλεύτηκε ένα πανάρχαιο κωμικό θέμα –την ασυνεννοησία και τις παρεξηγήσεις ανάμεσα σε πρόσωπα που μιλούν διαφορετικά τοπικά ιδιώματα. Αξιοποίησε το θέμα με δικό του πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο και πέτυχε να αποτυπώσει μιαν ανεπανάληπτη στιγμή από την πολιτική και πολιτιστική ιστορία του Ελληνισμού, καταγράφοντας μαζί με τις ντοπιολαλιές του Χιώτη, του Ανατολίτη, του Επτανήσιου και άλλων προσώπων και τις νοοτροπίες και συμπεριφορές τους σε ζωντανά στιγμιότυπα από τη νεοελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής».
Η Βαβυλωνία όπως σημειώνει ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος «είναι για το θέατρο ό,τι τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη για την πεζογραφία μας: το λαβωμένο ηρωϊκό παρόν της γενιάς των αγωνιστών του ’21. Δεν θα μπορούσε να γεννηθεί κάτω από άλλες συνθήκες […]
Η Βαβυλωνία τυπώθηκε για πρώτη φορά στο Ναύπλιο το 1836, παίχτηκε αμέσως στην Αθήνα από «επαγγελματικό» θίασο, ξανατυπώθηκε στην «οριστική», κατά τον συγγραφέα της, μορφή το 1840 στην Αθήνα, παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε αδιάλειπτα από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους (ακόμη και έξω από τα ελληνικά σύνορα), τυπώθηκε και ανατυπώθηκε σε λαϊκές και «φροντισμένες» εκδόσεις ως τις μέρες μας, κατ’ επανάληψη διδάχτηκε και στον 20ό αιώνα σε όλη την Ελλάδα, «γυρίστηκε» ταινία, παρουσιάστηκε στο ραδιόφωνο, με δυο λόγια είναι ένα έργο ζωντανό. [...]