Αναζήτηση
The Master - iShow.gr
The Master  
2012
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
The Master - iShow.gr
Είδος
Δραματική ταινία αμερικανικής παραγωγής 2012
Διάρκεια
144'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Υπόθεση
Δραματική
Με φόντο μια εντυπωσιακή εικονογραφία περιπλανώμενων και ανήσυχων ψυχών στη μεταπολεμική Αμερική, η ταινία “The Master” ακολουθεί το ταξίδι ενός βετεράνου αξιωματικού του Ναυτικού, που επιστρέφει στην πατρίδα μετά τον πόλεμο χωρίς σχέδια για το μέλλον. Κλονισμένος και γεμάτος αβεβαιότητα, γρήγορα θα υποκύψει στη γοητεία του Master, του χαρισματικού ηγέτη μιας θρησκευτικής οργάνωσης ονόματι The Cause, που αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς.<br />
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
O πέντε φορές υποψήφιος για Όσκαρ Πολ Τόμας Άντερσον (“Τhere Will Be Blood”, “Magnolia”, “Boogie Nights”) επιστρέφει με μια ταινία η οποία ανεπίσημα σκιαγραφεί τη Σαϊεντολογία και τον ηγέτη της Λ. Ρον Χάμπαρντ. Πρωταγωνιστούν ο βραβευμένος με Όσκαρ Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν (“Truman Capote”), ο δύο φορές υποψήφιος Χοακίν Φίνιξ (“Gladiator”, “Walk The Line”) και η Έιμι Άνταμς (“Doubt”, “The Fighter”).<br /> <strong><br /> <br /> Λίγα λόγια για την παραγωγή</strong><br /> Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ανήσυχη πλευρά της Αμερικής αναδύθηκε. Ήταν η εποχή μιας χωρίς προηγούμενο εθνικής ανάπτυξης και ιδεολογίας, επίσης όμως μια εποχή ξεριζωμού και υποβόσκουσας δυσαρέσκειας. Η τριβή ανάμεσα σ’ αυτά τα τόσο αντίθετα στοιχεία, δημιούργησαν τη σπίθα μιας κουλτούρας αναζήτησης και αμφισβήτησης, που συνεχίζει μέχρι και τον 21ο αιώνα. Νέοι άντρες που επέστρεψαν στην πατρίδα από το ακατανόητο σκότος του πολέμου, σφυρηλάτησαν ένα νέο, λαμπερό κόσμο καταναλωτισμού και αισιοδοξίας – παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί επιθυμούσαν να βρουν περισσότερα από τη ζωή, ποθούσαν να πιαστούν από κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, κάτι που να σταματήσει το άγχος, τη σύγχυση και την αγριότητα του μοντέρνου κόσμου.<br /> Η έκτη ταινία μεγάλου μήκους του Πολ Τόμας Άντερσον, “The Master”, ξετυλίγει μια ανθρώπινη, ζωντανή ιστορία που λαμβάνει χώρα μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα πνευματικής λαχτάρας των αρχών της δεκαετίας του ’50. Η ταινία ακολουθεί τις πλανόδιες περιπέτειες του Φρέντι, τον οποίο υποδύεται ο Χοακίν Φίνιξ, ενός άστατου πρώην αξιωματικού του Ναυτικού, που αδυνατεί να κατασταλάξει σε μια σε μια ήρεμη ζωή ρουτίνας, καθώς και το απρόβλεπτο ταξίδι που αρχίζει όταν συναντάει ένα νεοσύστατο κίνημα που λέγεται The Cause. Νιώθοντας ξένος και ακαταστάλακτος, ο Φρέντι μπαίνει στο The Cause και θα καταλήξει να γίνει ο άτυπος ‘κληρονόμος’ του φλογερού αρχηγού, του Λάνκαστερ Ντοντ, ερμηνευμένου από τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Και παρόλο που το The Cause διερευνά τη δύναμη των ανθρώπινων συναισθημάτων, η συντροφικότητα μεταξύ Φρέντι και Ντοντ θα καταλήξει σε έναν άγριο και ενδόμυχο αγώνα βουλήσεων.<br /> Η πρώτη ταινία που γυρίζεται σε φιλμ 65mm μετά από αρκετές δεκαετίες, “The Master”δημιουργήθηκε από ένα αφοσιωμένο καστ και συνεργείο, που χειροτέχνησαν μια οπτικά θελκτική και συναισθηματικά προκλητική εικονογραφία τριών ανθρώπων που κυνηγούν ένα όραμα προόδου.<br /> <strong><br /> <br /> Η Ιστορία</strong><br /> Η θεματολογία των ταινιών του Πολ Τόμας Άντερσον βρίσκεται πάντα στην κόψη των συναισθηματικών, οικογενειακών και ιστορικών ορίων. Με το “The Master” ο Άντερσον ασχολήθηκε πολύ με το θέμα της γέννησης ενός νέου είδους αμερικανικής οικογένειας που γεννήθηκε μέσα στην αναστάτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας οικογένειας που μοιάζει με κολάζ: αυτής που αναμειγνύει την πνευματικά εναλλακτική φατρία με τις νεοσύστατες θρησκείες όλων των ειδών. Από τον ανατολίτικο ασκητισμό στη Σαϊεντολογία, η δεκαετία του ’50 ήταν η κατάλληλη εποχή όπου πολλοί άρχισαν να δημιουργούν Κινήματα Βάσης (Grassroots Communities), αφοσιωμένα στην πραγματοποίηση των μεγάλων οραμάτων του ανθρώπινου νου.<br /> «Ήταν ένα γόνιμο έδαφος για να διηγηθώ μια δραματική και ελκυστική ιστορία», λέει ο Άντερσον εξηγώντας τι τον συνάρπασε σ’ εκείνη την εποχή πολιτιστικής αναστάτωσης και πνευματικού τυχοδιωκτισμού. «Η επιστροφή στις αρχές της δημιουργίας των καταστάσεων σου επιτρέπει να δεις καθαρά ποιες ήταν οι καλές προθέσεις, καθώς και ποια ήταν η σπίθα που άναψε στους ανθρώπους την επιθυμία για αλλαγή του εαυτού τους και του κόσμου που τους περιέβαλλε. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι άνθρωποι ανυπομονούσαν για το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα διαχειρίζονταν μεγάλο πόνο και τόσους θανάτους από το πολύ πρόσφατο παρελθόν». Και συνεχίζει: «Ο πατέρας μου επέστρεψε από τον πόλεμο και παρέμεινε ανήσυχος για το υπόλοιπο της ζωής του. Κάθε περίοδος είναι καλή περίοδος για να ξεκινήσεις μια καινούργια θρησκεία ή ένα πνευματικό κίνημα, αλλά η πιο γόνιμη στιγμή είναι ακριβώς μετά από έναν πόλεμο. Μετά από τόσο θάνατο και καταστροφή, οι άνθρωποι αναρωτιούνται τα δύο πιο σημαντικά ερωτήματα: ‘Γιατί άραγε;’ και ‘Πού πάνε οι νεκροί;’».<br /> Το ερώτημα ‘Γιατί;’ Είναι που τον καθοδήγησε στη δημιουργία του χαρακτήρα του Φρέντι, που είναι έρμαιο της ζωής και μπαίνει σ’ ένα λαβύρινθο μεθυσμένης, λάγνας λήθης όταν πρωτογνωρίζει τον Λάνκαστερ Ντοντ, έναν επίσης αξιωματικό του Ναυτικού που πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει μερικές σημαντικές απαντήσεις γύρω από το πώς το ανθρώπινο είδος μπορεί να ξεπεράσει τη σκοτεινή, ζωώδη πλευρά του. Με τον Φρέντι ως κεντρικό πρόσωπο η ιστορία γίνεται βαθιά προσωπική, ακολουθώντας τις αμφιταλαντεύσεις του μέσα στο The Cause και την πορεία του που είναι ταυτόχρονα πιστή και αντιδραστική, αισιόδοξη και καταστροφική, αβέβαιη και παθιασμένη, και γεμάτη με όνειρα και φαντασιώσεις που διαπερνούν το ρεαλισμό της αφήγησης.<br /> H παραγωγός Τζόαν Σέλαρ, που συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη από την εποχή του “Boogie Nights”, παρακολούθησε όλη τη δημιουργική εξέλιξη της ταινίας: «Τον Πολ τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ιδέα του τι σου προκαλεί ο πόλεμος, και πώς το 1950 όλοι αυτοί οι άντρες γύριζαν στην πατρίδα και έπρεπε να ξαναβρούν το δρόμο τους μέσα στον κόσμο. Ήταν μια εποχή χαμένων ψυχών που έψαχναν απαντήσεις, και οι τρόποι και οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία αυτών των νέων πνευματικών ομάδων συνάρπασαν τον Πολ. Φυσικά, δεν ετίθετο ζήτημα του να κάνει μια ταινία τεκμηρίωσης – δεν είναι αυτή η οπτική του. Γι’ αυτό και η έρευνα που έκανε μπορεί να τον επηρέασε στη δημιουργία του The Cause, αλλά η ιστορία τον οδήγησε σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση». Και συνεχίζει, «Κατάληξε να γίνει η ιστορία του Φρέντι, καθώς ο χαρακτήρας του αντιπροσωπεύει τον κλασικό ξένο που μπαίνει σε μια ομάδα και την αλλάζει – και το αποτέλεσμα είναι ένα είδος τραγικής ιστορίας αγάπης μεταξύ του Φρέντι και του Master. Ο Φρέντι λαχταρά να πάρει μέρος σε κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφέρνει να δεσμευτεί. Και ο Master επιθυμεί τόσο να γίνει ο Φρέντι ο γιος που ποτέ δεν απέκτησε, αλλά δεν το κατορθώνει εντελώς».<br /> «Όταν κοιτάζω τώρα την ταινία, βλέπω τον Φρέντι και τον Master ως δυο ανθρώπους που θέλουν απελπισμένα να συνδεθούν και να μείνουν μαζί», λέει ο Άντερσον για τους πρωταγωνιστές. «Νομίζω ότι βλέπουν δύναμη ο ένας στον άλλον και ταυτόχρονα έχουν την επιθυμία να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον στις αδυναμίες τους. Μου φαίνονται δύο γενναιόδωροι άντρες που μεταδίδουν αυτό που έχουν να δώσουν με πολύ διαφορετικούς τρόπους». Και καθώς το σενάριο έπαιρνε μορφή και μετά πήρε ζωή, μετατράπηκε σε ένα είδος πυρετώδους ονείρου μεταπολεμικής θεματικής - κυρίως τα θέματα της αναζήτησης μιας αληθινής οικογένειας, πίστης, επιτυχίας και δεσμών –που ξετυλίγεται σ’ ένα φόντο που δεν έχουμε ξαναδεί. Ο παραγωγός Ντάνιελ Λούπι, που δούλεψε με τον Άντερσον από την αρχή της καριέρας του, αναφέρει: «Το σενάριο μας θύμισε πολύ το “Boogie Nights”, γιατί ενώ εκείνη η ταινία λαμβάνει χώρα στη βιομηχανία του πορνό, στην πραγματικότητα μιλάει για τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας ασυνήθιστης οικογένειας. Μια εξίσου περίπλοκη οικογένεια είναι και το The Cause».<br /> <strong><br /> <br /> Η Διανομή των Ρόλων</strong><br /> Το κεντρικό δραματικό πρόσωπο στο “The Master” είναι ο Φρέντι, που επιστρέφει από την υπηρεσία του στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του πολέμου και βρίσκεται σε μια ετοιμόρροπη, στοιχειωμένη κατάσταση πλήρους αγριότητας. Είναι ένας περιπλανώμενος χωρίς σκοπό, ανίκανος να πάρει μια κατεύθυνση προς το μέλλον του, ή έστω να επιδείξει τον οποιοδήποτε αυτοέλεγχο. Παρόλο που προσπαθεί να ξεκινήσει μια σταδιοδρομία ως φωτογράφος, δεν μπορεί να διατηρήσει μια δουλειά, ή να ελέγξει τα αλκοολούχα ποτά που παρασκευάζει ο ίδιος, και καταλήγει λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο όπου πραγματοποιείται μια γαμήλια γιορτή, και κάνει έτσι τη μοιραία γνωριμία του με τον Λάνκαστερ Ντοντ. Και καθώς η φιλία τους μεγαλώνει, ο Φρέντι θα γίνει το ιδανικό πειραματόζωο για τις μεθοδολογίες του The Cause, ένα σαγηνευτικό alter ego του Ντοντ, και τέλος το δεξί του χέρι στην οργάνωση.<br /> Ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ ερμηνείας Χοακίν Φίνιξ αποκαλύπτει τα ωμά, ζωώδη κίνητρα του Φρέντι που αναστατώνουν αλλά και ελκύουν τον Master. Ο Άντερσον λέει για τον πρωταγωνιστή του: «Καθώς δούλευα το σενάριο, ο Χοακίν ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου ως Φρέντι. Εδώ και 12 χρόνια του ζητούσα να πάρει μέρος στις ταινίες μου, κι εκείνος είχε πάντα μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί. Είμαι απλώς ευγνώμων που αυτή τη φορά είπε ‘Ναι’».<br /> Ο Λάνκαστερ Ντοντ, ο αρχηγός του The Cause και συγγραφέας/δημιουργός της ιδεολογίας του, αμέσως συνεπαίρνει τον Φρέντι με τις φανερές του αντιφάσεις. Παρόλο που είναι χαρισματικός, έξυπνος, πολυμαθής και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ταυτόχρονα υπάρχουν σημάδια κακίας, παράνοιας και ένδειας που γίνονται ορατά κάτω από την φλογερή, αποπλανητική επιφάνεια. Όλες αυτές οι αποχρώσεις αναμειγνύονται σ’ ένα μοναδικό χαρακτήρα που υποδύεται ο βραβευμένος με Όσκαρ Α’ ρόλου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, στην τρίτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, μετά τα “Boogie Nights” και “Μagnolia”.<br /> Κι ενώ ο Λάνκαστερ Ντοντ είναι το πρόσωπο του The Cause, μια άλλη ισχυρότατη δύναμη εξελίσσεται στα παρασκήνια: η φαινομενικά σεμνότυφη, αλλά σκληρή σύζυγός του, Πέγκι, την οποία ερμηνεύει η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ Έιμι Άνταμς (“Junebug”, “Doubt” και “The Fighter”). Η Σέλαρ παρατηρεί: «Η Έιμι παίζει την Πέγκι Ντοντ σαν ένα είδος Λαίδης Μακμπέθ. Είναι η αυθεντική πιστή της ιστορίας».<br /> <br /> <strong><br /> Η Φωτογραφία</strong><br /> Παρόλο που το “The Master” είναι δημιούργημα της φαντασίας του, ο Άντερσον θέλησε να παρουσιάσει τον κόσμο της οργάνωσης με έναν ρεαλισμό που να παρασύρει το θεατή. Για να συλλάβουν την αυθεντικότητα των λεπτομερειών της εποχής και το περιβάλλον που φαντάστηκε, συνεργάστηκε με το αφοσιωμένο του συνεργείο, που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί ένα είδος οικογένειας η οποία επανενώνεται κάθε φορά στις παραγωγές του.<br /> Μια σημαντικότατη αν και ενστικτώδης απόφαση, που αμέσως επηρέασε την πορεία της ταινίας, ήταν να χρησιμοποιηθεί το σπάνιο, πλέον, φιλμ των 65mm που υπάρχει μόνο σε στοκ. Έχοντας μελετήσει τα παλλόμενα χρώματα κλασικών ταινιών του ’50 όπως το “Vertigo” και το “North By Northwest”, o Άντερσον θέλησε να καθρεφτίσει αυτή την υπερκορεσμένη θαλερότητα, ενώνοντάς την με το προσωπικό του στιλ του άκαμπτου λυρισμού. Με εικόνες που περιλαμβάνουν από την κυματώδη θάλασσα, μέχρι το κιαροσκούρο που παίζει με τους χαρακτήρες, το 65άρι μοιάζει η ιδανική επιλογή για τα ευρέα πλάνα της ιστορίας. <br /> Ο Άντερσον λέει ότι η επιλογή αυτή ξεκίνησε σαν μια εξερεύνηση, που κατέληξε σε δέσμευση, μόλις είδε το ταίριασμα του φιλμ με την αφήγηση του “The Master”. «Την ιδέα μου την πρότεινε αρχικά ο Νταν Σασάκι, ο τεχνικός φακών της Panavision, όταν έψαχνα της κάμερες Vista Vision της δεκαετίας του ’50, περισσότερο σαν παιχνίδι, για να καταλάβω πώς οι ταινίες της εποχής είχαν αυτό το στιλ», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Αρχίσαμε να γυρίζουμε με μια 65άρα Studio Camera και όλα όσα βλέπαμε έμοιαζαν τόσο σωστά: σου δίνει μια υπέροχη, δυνατή εικόνα, που ταίριαζε τέλεια με την ιστορία και τους χαρακτήρες». Η Σέλαρ συμπληρώνει: «Ήταν για μας, ανάμεσα στα άλλα, μια διαδικασία εκμάθησης, γιατί πολλές από τις γνώσεις γύρω από το 65mm έχουν χαθεί κι έτσι συναντήσαμε απίστευτα εμπόδια. Καταφέραμε να βρούμε μόνο 3 κάμερες Panavision, κι όταν τυχόν χαλούσαν η επισκευή τους στο εργαστήριο ήταν εξαιρετικά περίπλοκη». Και ο Λούπι συμπληρώνει: «Η Panavision έκανε τα πάντα για να μας βοηθήσει να χρησιμοποιήσουμε κάμερες που είχαν μείνει αδρανείς για δεκαετίες ολόκληρες. Μερικές φορές μάλιστα, ένας τεχνικός της Panavision έμενε μαζί μας για να μπορεί να λύνει τα τεχνικά ζητήματα επί τόπου».<br /> <br /> <strong><br /> Σκηνικά και Κουστούμια</strong><br /> «Ο Πολ αφιέρωσε πολύ χρόνο κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες της εποχής, για να αποκτήσει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου», λέει ο Λούπι. «Τελικά το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων το κάναμε στην Καλιφόρνια, τόσο στην Bay Area όσο και στις ερήμους της Νότιας Καλιφόρνιας. Επίσης πραγματοποιήσαμε ένα ταξίδι στη Χαβάη για τις σκηνές της παραλίας».<br /> Ο σκηνογράφος Τζακ Φισκ, που ήταν υποψήφιος για τη δουλειά του στην ταινία “There Will Be Βlood”, ήθελε πάνω απ’ όλα ο κόσμος του Φρέντι να μοιάζει οργανικός και ‘βιωμένος’. «Πιστεύω ότι η σκηνογραφική πρόκληση μιας ταινίας τόσο φυσικής όσο το “The Master”, είναι το να μη μοιάζει κατασκευασμένη. Πρέπει να αφαιρέσεις κάθε περιττό στοιχείο που θα αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τις ανθρώπινες σχέσεις». Έτσι, για το πλοίο του Ντοντ χρησιμοποίησαν το ιστορικό πλοίο USS Potomac που χρησιμοποιούσε ο Ρούζβελτ ως Προεδρικό σκάφος την περίοδο 1936-1945, στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Έλβις Πρίσλεϊ και αργότερα δωρίστηκε σε φιλανθρωπία. Σήμερα είναι μουσείο και βρίσκεται στο Όκλαντ. <br /> Στο Βαγιέχο, η σκηνογραφική ομάδα επέλεξε το επέλεξε το σπίτι της οργάνωσης. Ο Φισκ ήθελε ένα κάπως παραδοσιακό σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί να εκτυλιχθεί ένα αφανές δράμα. «Γνωρίζω καλά πόσο βαθιά ψάχνουν οι άνθρωποι απαντήσεις και νόημα στη ζωή τους», λέει ο σκηνογράφος. «Ψάξαμε πολλά κτίρια τα οποία έχουν καταλάβει μικρές θρησκευτικές οργανώσεις, για να έχουμε μια ιδέα του πώς μπορεί να είναι τα μέρη αυτά, και πραγματικά εξεπλάγην από τις ομοιότητές τους με το κτίριο που φτιάξαμε για το αρχηγείο του The Cause». <br /> Όσο για τα κουστούμια, ο υπεύθυνος Μαρκ Μπρίτζες εξηγεί: «Η δεκαετία του’50 είχε τεράστιες αλλαγές στη μόδα και την κουλτούρα. Έτσι έχεις πολλά στοιχεία ακόμα από το ’40, όπως τα ρούχα με βάτες, αλλά η καινούργια μόδα σου χτυπάει την πόρτα». Για τον Χόφμαν χρησιμοποίησαν ένα κομψό πράσινο κουστούμι, το οποίο φοράει την πρώτη φορά που συναντάει τον Φρέντι. «Θέλαμε να μοιάζει με συγγραφέα. Το πράσινο ταιριάζει με τα χρώματα του Φίλιπ, ταυτόχρονα όμως υποδεικνύει ότι αυτό το άτομο έχει κάτι το διαφορετικό. Έχει μια εμφάνιση που θυμίζει λίγο επιχειρηματία, έχει μια πολύ νεότερη σύζυγο, αλλά έχει και κάτι το πολύ ανησυχητικό πάνω του». Άλλη μια ιδιαίτερη εμφάνιση του Χόφμαν είναι αυτή με τις κόκκινες πιτζάμες του: «Έχουν κάτι το ιδιαίτερα έντονο: θα μπορούσε να είναι ο διάβολος, θα μπορούσε να είναι ένας μεσσίας – αλλά ό,τι κι αν είναι τελικά, η σκηνή αυτή που μιλάει στον Φρέντι είναι πολύ συγκινητική.»<br /> Ο Φρέντι πάλι έχει μια διαφορετική ευαισθησία, αφού μόλις βγήκε από την ομοιομορφία των στρατιωτικών στολών και υιοθετεί την ύπαρξη ενός τυχοδιώκτη. Η πρώτη του δουλειά είναι φωτογράφος σ’ ένα μαγαζί και τον βρίσκουμε με πολύ κομψά ρούχα, μέσα στα οποία όμως δεν αισθάνεται καθόλου άνετα. «Βρήκαμε μερικά πολύ εκκεντρικά σπορ παλτά του ’43, φτιαγμένα από χοντρό μαλλί και με τεράστιους ώμους, από αυτά που δεν υπάρχουν πια. Ήταν τέλεια για εκείνη τη στιγμή στη ζωή του Φρέντι, γιατί έτσι τον νιώθεις να ασφυκτιά μέσα σ’ αυτά τα ρούχα, και την ανάγκη του να τα βγάλει από πάνω του». Μέχρι να συναντηθεί με τον Ντοντ, ο Φρέντι έχει τινάξει από πάνω του αυτή την περσόνα: «Όταν ο Φρέντι πρωτομπαίνει στο The Cause, θέλαμε να νιώθει σαν αλήτης, φορώντας ρούχα που του έδωσαν άλλοι άνθρωποι τα οποία δεν φοράνε πια. Καθώς όμως ανεβαίνει στην κλίμακα, τα ρούχα του γίνονται όλο και πιο ραφινάτα». <br /> <br /> <br /> <strong>Η Μουσική</strong><br /> Ο Τζόνι Γκρίνγουντ, κιθαρίστας των Radiohead, συνέθεσε και πάλι τη μουσική της ταινίας, μετά τη συνεργασία του με το σκηνοθέτη στο “There Will Be Blood”. Έτσι γεννήθηκε μια παρόμοια αντιστικτική συνεργία μεταξύ των νέτων, ηχηρών εικόνων του Άντερσον και των πλούσιων παραφωνιών του Γκρίνγουντ, αλλά με εντελώς καινούργιους τρόπους. <br /> «Δούλεψα με βάση την αισιοδοξία της περιόδου εκείνης: αυτή η χαρισματική φιγούρα, η αίσθηση ότι υπήρχαν νέοι τρόποι να γιατρευτεί η ‘αρρώστια’, και όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις οπαδοί, στάθηκαν η έμπνευση», λέει ο συνθέτης. «Υπάρχει μια γλύκα σε όλο αυτό. Όλοι αυτοί οι μεσοαστοί Αμερικάνοι, στην αρχή μιας νέας και περίεργης κατάστασης – και στη μέση όλων, ο Φρέντι να στέκεται εκεί, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, προσπαθώντας να βγάλει ένα νόημα». <br /> Συνθέτης και σκηνοθέτης μίλησαν πολύ γύρω από τη μουσική του Ότο Λουένινγκ, που στη δεκαετία του ’50 υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής και ανακάλυψε πρωτάκουστους ήχους, κάνοντας πειραματισμούς με μαγνητικές ταινίες και μικρόφωνα. «Κάποιες από τις μουσικές της ταινίας ηχογραφήθηκαν με την ίδια τεχνολογία», εξηγεί ο Γκρίνγουντ. «Παίξαμε με τις ταχύτητες της μαγνητικής ταινίας, τις κατευθύνσεις της, και με απίθανες μικροφωνικές τεχνικές».<br /> Άλλη πηγή έμπνευσης υπήρξε επίσης η τζαζ και η κλασική μουσική της δεκαετίας. Το πιο σημαντικό όμως για τον Γκρίνγουντ ήταν να συλλάβει τους χαρακτήρες από την οπτική του Άντερσον. «Αυτό που μου τόνισε ο Πολ ήταν ότι ο χαρακτήρας του Φρέντι, παρά τη βία και το αλκοόλ, είναι κατά βάθος αξιαγάπητος. ‘Μην ξεχνάς τη γλυκύτητα του Φρέντι’ ήταν το σχόλιο που μου επαναλάμβανε».<br /> <br />
Συμμετέχουν
Joaquin Phoenix
Freddie Quell
Price Κάρσον
V.A. Doctor
Μάικ Χάουαρντ
Rorschach Doctor
Sarah Shoshana David
V.A. Nurse
Μπρους Goodchild
V.A. Doctor / Interview
Μάθιου Herington
V.A. Patient
Ντάνα Άντερσον
V.A. Patient
Andrew Koponen
V.A. Patient
Jeffrey W. Jenkins
V.A. Patient
Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν
Lancaster Dodd
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551