Αναζήτηση
Ο δράκος του Ντίσελντορφ - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Ο δράκος του Ντίσελντορφ - iShow.gr
Είδος
Αστυνομική ταινία γερμανικής παραγωγής 1931 σε επανανκυκλοφορία
Διάρκεια
105'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Αστυνομική
Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής… Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση! Οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες, δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση της περιοχής, που δεν τους επιτρέπει πια να κάνουν τις απατεωνιές τους, και αποφασίζουν να βρουν αυτοί μόνοι τους τον σίριαλ κίλερ και να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό. Συνεννοούνται με τους ζητιάνους των δρόμων, που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς, και τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν στους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον πάνε σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικό τους, με σκοπό την αυτοδικία…
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες

ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ FRITZ LANG
M - Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ

Ψηφίστηκε η σημαντικότερη Γερμανική ταινία όλων των εποχών

Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών

Μια από τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου

Λίστα του Empire magazine

Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά μας… Η πρώτη ταινία για serial killer!

«Μια εκπληκτική ταινία, με αξεπέραστο μεγαλείο αφηγηματικού τρόπου»

Chicago Reader

«Ο Λόρε είναι συναρπαστικός και αξέχαστος»

San Francisco Chronicle

«Ένα άψογο φιλμ. Υπόδειγμα ψυχολογικού σασπένς και εκθαμβωτική επίδειξη της δύναμης και ικανότητας του Λανγκ»

San Francisco Chronicle

Η ΤΑΙΝΙΑ

Πόσο αξέχαστο είναι το σφύριγμα του δολοφόνου στην ταινία! Ο διάσημος μουσικός σκοπός από την σουίτα νο.1 από το «Πέερ Γκυντ» του Έντβαρντ Γκριγκ, που προμηνύει το κακό που πρόκειται να επακολουθήσει… Και πόσο έξυπνος και δεξιοτέχνης ο Φριτς Λανγκ, που χρησιμοποιεί αυτό το ηχητικό τέχνασμα, στην πρώτη του κιόλας ομιλούσα ταινία, για να υποδηλώσει την απειλητική και δυσοίωνη παρουσία του δολοφόνου στην υπόθεση! Το «Μ», γυρισμένο το 1931, στην κρίσιμη εποχή του μεσοπολέμου, μόλις οι ναζί αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν αισθητή την απεχθή παρουσία τους, είναι η αποθέωση του ζοφερού κλίματος φόβου και επικείμενου κακού που εγκυμονούσε στη γερμανική κοινωνία εκείνης της εποχής. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά μας και δεν είναι ένας αλλά σύντομα πολλοί: όλοι οι ναζί. Η κοινωνία περνάει κρίση, οι αξίες δοκιμάζονται. Αρκεί η ιδέα ενός άγνωστου δολοφόνου που κυκλοφορεί ανάμεσά μας για να υπάρχει ένα διάχυτο αίσθημα φόβου, ώστε οι άνθρωποι να χάνουν την ψυχραιμία τους, να μετατρέπονται σε όχλο, να παραιτούνται από δικαιώματά τους και να αποδέχονται μεγαλύτερη αστυνόμευση… Σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις, μια ισχυρή αυταρχική δύναμη συνήθως εμφανίζεται που μεταφέρει στον κόσμο ένα κίβδηλο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας, όπως θα συνέβαινε δύο χρόνια μετά την ταινία, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933…

Πόσο προφητική και πόσο διορατική είναι αυτή η αριστουργηματική ταινία που, ενώ δεν αναφέρεται βέβαια στους ναζί, εκφράζει όλη αυτή την εκρηκτική ατμόσφαιρα και τις ζοφερές, παρακμιακές συνθήκες μιας κοινωνίας που νοσεί. Όταν γυρίστηκε η ταινία, στη Γερμανία δεν είχε γίνει ακόμα ξεκάθαρη η επιλογή ανάμεσα στην αναρχία και την αυταρχικότητα, γεγονός που διατηρεί ζωντανή ακόμα τη διαμάχη ανάμεσα στα λούμπεν στοιχεία και το νόμο, και ο Λανγκ αρπάζει την ευκαιρία να το απεικονίσει αυτό μέσα στην ταινία του. Το «Μ» είναι μια ταινία με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, όπου ακόμα υπάρχει ελευθερία λόγου. Δύο παράλληλες κοινωνίες, αυτές του επίσημου κράτους με την αστυνομία και της παρανομίας με τους κακοποιούς που έχουν τους δικούς τους νόμους, συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται πάνω στο ίδιο θέμα, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους: την εύρεση του δολοφόνου.

Και ενώ η ταινία δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών επιθεωρητών, όπου με μεγάλη μεθοδικότητα φτάνουν στα ίχνη του εγκληματία -σε κάποιες υπέροχες σκηνές που έχουν εμπνεύσει πολλές αστυνομικές ταινίες αλλά σίγουρα και αμέτρητες τηλεοπτικές σειρές, όπου η εγκληματολογική έρευνα για την έχει γίνει κοινός τόπος- η πλάστιγγα γέρνει λίγο περισσότερο προς το μέρος του υπόκοσμου, που λόγω εξυπνάδας και πρακτικότητας που έχουν αποκτήσει στην πιάτσα, αναλαμβάνουν δράση από μόνοι τους και φέρνουν αποτέλεσμα. Τίθεται βέβαια και εδώ το ζήτημα της αυτοδικίας, ένα πολύ σημαντικό θέμα ειδικά εκείνη την εποχή αλλά και γενικότερα. Σε μια εκπληκτική σκηνή, σε ένα αυτοσχέδιο λαϊκό δικαστήριο, ο δολοφόνος έρχεται αντιμέτωπος όχι με τους αποστασιοποιημένους, ανώτερους κοινωνικά αστούς του επίσημου κράτους, αλλά με τους συμμορίτες, τους προαγωγούς, τους κλέφτες και κρίνεται από αυτούς, βγάζοντας έναν συγκλονιστικό λόγο υπεράσπισης, που αγγίζει το θέμα της ψυχολογία του εγκληματία. Η ταινία παίρνει έτσι και διαστάσεις κοινωνιολογικής και ψυχολογικής πραγματείας πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ένας πραγματικά λαμπερός και ξεχωριστός συνδυασμός, που, με τον ευρηματικό, εξπρεσιονιστικό τρόπο του Λανγκ, μας δίνει μια κινηματογραφική δημιουργία άνευ προηγουμένου.

Το «Μ», βασίζει χαλαρά την υπόθεσή του στην υπόθεση του γερμανού σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν, τον λεγόμενο «Δράκο του Ντίσελντορφ», που έδρασε τη δεκαετία του ’20, αν και ο Λανγκ έλεγε ότι η ταινία αντλεί στοιχεία και από διάφορους άλλους σίριαλ κίλερς που τρομοκρατούσαν εκείνη την εποχή τη Γερμανία, όπως τους Χάαρμαν, Γκρόσμαν και Ντένκε.

Το σενάριο της ταινίας είναι της τότε συζύγου του Λανγκ, Τέα Φον Χάρμπου, η οποία είχε γράψει και το σενάριο του «Μετρόπολις». Η Τέα, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μιας και έγραψε μερικά από τα πιο σημαντικά σενάρια του Λανγκ αλλά και ασπάστηκε αργότερα το ναζισμό, δίνει και εδώ ένα μεταιχμιακό σενάριο: ο φόβος που επικρατεί στο σενάριο, δεν μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε αν μας προειδοποιεί να προφυλαχτούμε ή αν προοιωνίζει ντετερμινιστικά αυτό που επερχόταν στο πολιτικό προσκήνιο. Είναι με το θαυματουργό σκηνοθετικό άγγιγμα του Λανγκ που η ταινία είναι τόσο μοιραία, σοφά απαισιόδοξη και στοχαστική, και μετατρέπεται τελικά σε μια ταινία-μαρτυρία της εποχής. Και δεν είναι τυχαίο, που ο Λανγκ αντιμετώπισε προβλήματα από τους ναζί όταν ήθελε να ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας του, ούτε το ότι τελικά η ταινία απαγορεύτηκε το 1934, αφού οι ναζί είχαν αναλάβει και επίσημα πια την εξουσία.

Μέσα στις άλλες αρετές της ταινίας είναι και η πρωτοποριακή για την εποχή του χρήση του ήχου στον κινηματογράφο. Ο Λανγκ και εδώ κάνει θαύματα: προτιμά να μη βασίσει την ταινία του στον διάλογο, όπως έκαναν πολλές τότε ταινίες, αλλά χρησιμοποιεί τον ήχο για εξαίσια κινηματογραφική οικονομία, όπως όταν συνδυάζει τον ήχο της μητέρας που φωνάζει το παιδί της, με συνεχόμενα πλάνα που τονίζουν την απουσία του, άρα και την μοιραία κατάληξή του, αλλά και φυσικά, το περίφημο σφύριγμα, που χρησιμοποιείται ως λάϊτμοτίφ, δανεισμένο από την όπερα, συνδέοντας δηλαδή, συγκεκριμένη μουσική με συγκεκριμένο πρόσωπο ή θέμα. Επίσης, η συμβολική απεικόνιση της διαταραγμένης προσωπικότητας του θύτη γίνεται με ευφυή κινηματογραφικό τρόπο, μέσα από ένα οπτικό παιχνίδι με την εικόνα του σε διάφορα σημεία της ταινίας, είτε πρόκειται για τη σκιά του, είτε για τις γκριμάτσες που κάνει ή για το πώς διαθλάται και παραμορφώνεται το πρόσωπό του μέσα από διάφορα αντικείμενα, ενώ, τέλος, αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος που η ταινία επικεντρώνει στην ουσία στα δύο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, το υψηλό και το χαμηλό, θέλοντας με έναν ειρωνικό τρόπο να σχολιάσει την πιθανή συγγένεια μεταξύ αυτών των δύο.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Πέτερ Λόρε ήταν αξεπέραστος σε αυτή την ερμηνεία που τον καθιέρωσε. Ο Λόρε είχε ήδη θεατρική εμπειρία στο θέατρο του Μπρεχτ και εδώ έβαλε όλο του το ταλέντο, ενσαρκώνοντας τέλεια μια διαταραγμένη προσωπικότητα, και μετά από αυτό τον ρόλο έκανε μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ, παίζοντας σε διάσημες κλασικές ταινίες, όπως «Το γεράκι της Μάλτας» και «Casablanca».

Η ταινία «Μ» έχει υπάρξει ένας κινηματογραφικός μύθος. Έχει ψηφιστεί σε πολυάριθμες λίστες ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Το 2010, το περιοδικό Empire τη συμπεριέλαβε μέσα στις «100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά»… Ήρθε η ώρα να την απολαύσουμε ξανά στη μεγάλη οθόνη…

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

-Ο Φριτς Λανγκ επιβεβαίωσε ότι χρησιμοποίησε αληθινούς εγκληματίες ως κομπάρσους στη σκηνή του δικαστηρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Πολ Τζένσεν, 24 τέτοιοι κομπάρσοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

-Ο Φριτς Λανγκ είχε δηλώσει ότι από όλες τις ταινίες του, αυτή ήταν η αγαπημένη του.

-Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 6 μόνο εβδομάδες.

-Έχει επιλεχτεί ως η πιο σημαντική γερμανική ταινία όλων των εποχών, από τη Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών

-Η χρήση του voiceover (αφήγηση πάνω σε πλάνο χωρίς να φαίνεται ποιος μιλάει) ήταν μια πρωτοποριακή νέα τεχνική εκείνη την εποχή.

-Ο τίτλος «Μ» σημαίνει Morder, που σημαίνει στα γερμανικά «Δολοφόνος».

-Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα άρθρο που είχε διαβάσει ο Φριτς Λανγκ για τον σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν από το Ντίσελντορφ. Έχουν αλλάξει αρκετά στοιχεία αλλά κάποια ομοιότητα παραμένει.

-Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Φριτς Λανγκ

-Το σφύριγμα του μουσικού σκοπού που ακούγεται στην ταινία, που υποτίθεται το κάνει ο Πέτερ Λόρε, στο ρόλο του δολοφόνου, στην πραγματικότητα είναι του Φριτς Λανγκ, μια και ο Λόρε δεν μπορούσε να σφυρίξει.

-Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1931 και απαγορεύτηκε το 1934. Από τότε είχε παραμείνει θαμμένη σε κάποιο αρχείο για πολλά χρόνια και το κοινό δεν είχε την ευκαιρία να την δει παρά μόνο από το 1966 και έπειτα.

Απόσπασμα κριτικής του ROGER EBERT για την ταινία:

«Ο τρόμος των προσώπων: αυτή είναι η εικόνα που σου μένει από τη θέαση της διάσημης ταινίας του Φριτς Λανγκ, του 1931, «Μ, ο δράκος του Ντίσελντορφ», για έναν δολοφόνο παιδιών στη Γερμανία. Όπως το θυμόμουν, η ταινία περιστρεφόταν γύρω από έναν δολοφόνο, τον αλλόκοτο, μικροκαμωμένο Φραντς Μπέκερ, που τον υποδυόταν ο Πίτερ Λόρε. Αλλά ό Μπέκερ εμφανίζεται σχετικά λίγο στην οθόνη και έχει μόνο έναν σημαντικό μονόλογο –αν και ανατριχιαστικό. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι αφιερωμένο στο ψάξιμο για τον Μπέκερ, τόσο από την αστυνομία όσο και από τον υπόκοσμο, και πολλές από αυτές τις σκηνές έχουν γυριστεί με κοντινά πλάνα. Ψάχνοντας λέξεις που να περιγράφουν πώς φαίνονται τα πρόσωπα των ηθοποιών στην ταινία, αναγκαστικά μου έρχεται μόνο μια έκφραση: «γουρουνίσια».

Τι είχε στο μυαλό του ο Λανγκ; Ήταν ήδη ένας διάσημος σκηνοθέτης, με βουβές ταινίες όπως το «Μετρόπολις», που είχαν παγκόσμια επιτυχία. Ζούσε στο Βερολίνο, όπου τα αριστερά έργα του Μπέρτολτ Μπρεχτ συνυπήρχαν με ένα παρακμιακό κοινωνικό περιβάλλον, τέτοιο όπως παρουσιάζεται σε ταινίες όπως το «Καμπαρέ». Μέχρι το 1931, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα των Ναζί παρήλαυνε στη Γερμανία, αν και όχι ακόμα πολύ ισχυρό. Η ίδια του η γυναίκα, η Τέα Φον Χάρμπου, θα γινόταν αργότερα μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ο Λανγκ έκανε λοιπόν μια ταινία που έχει θεωρηθεί ότι διαμόρφωσε δύο κινηματογραφικά είδη: την ταινία για σίριαλ κίλερ και την αστυνομική ταινία, με τις εγκληματολογικές διαδικασίες ανεύρεσης του εγκληματία. Υπήρχε λοιπόν κάτι κάτω από την επιφάνεια, κάποιο αποτρόπαιο αίσθημα σχετικά με αυτή την κοινωνία, που μπόρεσε να εκφράσει ο Λανγκ με αυτή την ιστορία;

Όταν παρακολουθείς το «Μ», βλέπεις ένας μίσος για τη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του ’30, που είναι ορατό και απτό. Πέρα από λίγα βιαστικά πλάνα της καθημερινής ζωής των μπουρζουά (όπως τη θλιβερή σκηνή που η μητέρα περιμένει το κοριτσάκι της να γυρίσει από το σχολείο), όλη η υπόλοιπη ταινία περιλαμβάνει σκηνές με άντρες σε σκιές, καπνισμένα λημέρια, απαίσια καταγώγια και συνωμοτικές συνεδριάσεις. Και τα πρόσωπα όλων αυτών των ανθρώπων είναι σκληρές καρικατούρες: φουσκωτά, παραμορφωμένα, με μεγάλα φρύδια και έντονα πηγούνια, ασύμμετρα.

Αισθάνομαι ότι ο Λανγκ μισούσε τον κόσμο τριγύρω του, μισούσε το Ναζισμό και μισούσε τη Γερμανία που επέτρεψε την ύπαρξή του. Οπωσδήποτε, το «Μ» είναι ένα πορτρέτο μιας αρρωστημένης κοινωνίας, ένα πορτρέτο πολύ πιο παρακμιακό από άλλα που είχαν γίνει για το Βερολίνο τη δεκαετία του ’30. Οι χαρακτήρες του δεν έχουν αρετές αλλά ούτε και ελκυστικά βίτσια. Σε άλλες ιστορίες της εποχής εκείνης βλέπουμε νάιτκλαμπ, σαμπάνιες, σεξ και διαστροφή. Εδώ, όμως, όταν ο δολοφόνος επισκέπτεται ένα μπαρ, βλέπουμε μόνο κοντινά πλάνα από λιγδιασμένα λουκάνικα, χυμένη μπύρα, σάπιο τυρί και μπαγιατεμένα αποτσίγαρα πούρων.

Η ιστορία της ταινίας ήταν εμπνευσμένη από έναν σίριαλ κίλερ στο Ντίσελντορφ. Στο «Μ» ο Φραντς Μπέκερ έχει ως λεία του παιδάκια, που αφού τους προσφέρει γλυκά και φιλία, ύστερα τα σκοτώνει. Όλοι οι φόνοι γίνονται εκτός πλάνου και ο Λανγκ υπονοεί τον πρώτο φόνο με ένα κλασικό μοντάζ, που περιλαμβάνει το άδειο πιάτο του μικρού θύματος στο οικογενειακό τραπέζι, τη μητέρα της να την φωνάζει έξαλλη στην άδεια στριφτή σκάλα και το μπαλόνι της –που της το είχε αγοράσει ο δολοφόνος- να έχει πιαστεί στα σύρματα.

Δεν υπάρχει σασπένς για την ταυτότητα του δολοφόνου. Από νωρίς στο φιλμ βλέπουμε τον Μπέκερ να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο Πίτερ Λόρε, που ήταν τότε 26 χρονών, στρουμπουλός, με παιδικό πρόσωπο, και καλοξυρισμένος, καθώς κοιτά το είδωλό του που αντανακλάται, τραβά τις άκρες του στόματός του με τα χέρια του και προσπαθεί να κάνει απαίσιες γκριμάτσες, για να δει στον εαυτό του το τέρας που βλέπουν οι άλλοι σε αυτόν. Η παρουσία του στην ταινία περισσότερο υπονοείται παρά φαίνεται. Σφυρίζει σχεδόν παθολογικά τον ίδιο σκοπό από το μουσικό έργο «Πέερ Γκυντ», ξανά και ξανά, μέχρι που οι νότες να υποκαθιστούν την έννοια του φόνου.

Η πόλη είναι σε αναστάτωση. Ο δολοφόνος πρέπει να πιαστεί. Η αστυνομία έχει βάλει όλους τους άντρες της στην υπόθεση, κάνοντας το βίο αβίωτο για τα κακοποιά στοιχεία («Έχει περισσότερους μπάτσους στους δρόμους παρά κορίτσια», παραπονιέται ένας προαγωγός). Για να μειώσουν αυτή την ένταση, οι κακοποιοί της πόλης ενώνουν τις δυνάμεις τους για να βρουν τον δολοφόνο και καθώς ο Λανγκ κάνει παράλληλο μοντάζ ανάμεσα στις δύο συνεδριάσεις, αυτές των αστυνομικών και τον κακοποιών, μας κάνει έκπληξη πόσο παρόμοιες είναι αυτές οι δύο ομάδες οπτικά. Και οι δυο κάθονται σε τραπέζια μέσα σε ζοφερά δωμάτια, καπνίζοντας τόσο πολύ, που κάποιες φορές τα πρόσωπά τους δεν φαίνονται από τον πολύ καπνό.

Το «Μ» ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του Λανγκ, και ήταν αρκετά σοφός ώστε να χρησιμοποιήσει τον διάλογο φειδωλά. Πολλές από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες ένιωθαν την ανάγκη να μιλάνε συνέχεια αλλά ο Λανγκ επιτρέπει στην κάμερά του να περιπλανιέται στους δρόμους και τα καταγώγια, παρέχοντας τη ματιά ενός ποντικού του δρόμου. Ένα από τα πιο θεαματικά πλάνα της ταινίας είναι παντελώς βουβά, όταν, αφού έχουν συλλάβει τον δολοφόνο, τον σέρνουν στο υπόγειο για να αντιμετωπίσει τους κακοποιούς της πόλης που έχουν συγκεντρωθεί εκεί και η κάμερα δείχνει τα πρόσωπά τους: σκληρά, παγωμένα, κλειστά, αδιάλλακτα.

Είναι σε αυτή την ιερά εξέταση που ο Λόρε εκφέρει τον περίφημο λόγο υπεράσπισής του. Ιδρωμένος από τρόμο, με τον πρόσωπό του μια μάσκα φόβου, φωνάζει: «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! Δεν μπορώ να ελέγξω αυτό το κακό που είναι μέσα μου! Τη φωτιά, τις φωνές, το μαρτύριο! Προσπαθεί να περιγράψει πώς αυτός ο ψυχικός καταναγκασμός τον ακολουθεί στους δρόμους και τελειώνει λέγοντας: «Ποιος μπορεί να ξέρει πώς είναι να είμαι εγώ;»

Λέγεται ότι αυτός ήταν ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος για τον Λόρε, αν και ο θεωρητικός ΜακΓκίλιγκαν βεβαιώνει ότι ήταν ο τρίτος. Αναμφίβολα όμως ήταν μια ερμηνεία που παγίωσε την εικόνα του για πάντα, στη μακρόχρονη χολιγουντιανή του καριέρα, όπου έγινε ένας από τους πιο διάσημους καρατερίστες της Ουόρνερ Μπρος.

Και τι γοητευτική ταινία είναι αυτή! Η ταινία δεν ζητά τη συμπάθειά μας για τον δολοφόνο Φραντς Μπέκερ αλλά ζητά κατανόηση. Όπως λέει και στην ίδια του την υπεράσπιση, δεν μπορεί να ξεφύγει από το ψυχαναγκαστικό κακό που τον κυριεύει. Σε κάποιο άλλο σημείο της ταινίας, υποπτεύονται έναν αθώο ηλικιωμένο, ως τον δολοφόνο και του επιτίθεται ένας όχλος που δημιουργείται εκείνη τη στιγμή. Κάθε ένα από τα μέλη του όχλου ήταν θεωρητικά ικανός να ξεχωρίσει το καλό από το κακό και να ελέγξει τις πράξεις του (ενώ ο Μπέκερ δεν μπορούσε) και παρ’ όλα αυτά, ως όχλος κινήθηκε με την ίδια διάθεση να σκοτώσει.»

Ο μεγάλος θεωρητικός SIEGFRIED KRACAUER για την ταινία:

«Ο Φριτς Λανγκ μου είπε ότι το 1930, πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του «Μ» εμφανίστηκε ένα μικρό άρθρο στον Τύπο, που ανήγγειλε τον προσωρινό τίτλο της νέας του ταινίας, «Ένας δολοφόνος ανάμεσά μας». Σύντομα έλαβε πολυάριθμα απειλητικά γράμματα και, ακόμα χειρότερα, του αρνήθηκαν ωμά την άδεια να χρησιμοποιήσει το στούντιο Staaken για την ταινία του. «Αλλά γιατί αυτή η ακατανόητη συνωμοσία ενάντια σε μια ταινία για έναν δολοφόνο παιδιών στο Ντίσελντορφ, τον Κούρτεν;» ρώτησε ο Λανγκ απελπισμένα τον παραγωγό του στούντιο. Εκείνος του απάντησε «Α, κατάλαβα». Έλαμψε με ανακούφιση και παρέδωσε τα κλειδιά του Staaken. Και ο Λανγκ κατάλαβε επίσης. Ενώ τσακωνόταν με τον άντρα, είχε πιάσει το γιακά του και έπεσε η ματιά του στα εμβλήματα των Ναζί στο πέτο. «Ένας δολοφόνος ανάμεσά μας»: το Ναζιστικό Κόμμα φοβόταν μήπως εκτεθεί. Εκείνη τη μέρα, πρόσθεσε ο Λανγκ, ενηλικιώθηκε πολιτικά.»

«Εδώ η Τέα Φον Χάρμπου δανείζεται ένα μοτίβο από την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ: η συμμορία των κακοποιών επιστρατεύει τη βοήθεια της ένωσης των ζητιάνων, μετατρέποντας τη συνδρομή τους σε ένα δίκτυο διακριτικών ανιχνευτών. Αν και η αστυνομία στο μεταξύ αναγνωρίζει τον δολοφόνο ως έναν πρώην τρόφιμο τρελοκομείου, οι κακοποιοί, με τη βοήθεια ενός τυφλού ζητιάνου, κλέβουν την παράσταση από τους αστυνομικούς επιθεωρητές. Το βράδυ, κάνουν διάρρηξη στο γραφείο ενός κτιρίου όπου έχει βρει καταφύγιο ο καταζητούμενος, τον τραβάνε έξω από την ξύλινη σοφίτα κάτω από την οροφή, τον σέρνουν σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο και κάνουν ένα αυτοσχέδιο «δικαστήριο», όπου τελικά βγάζουν καταδικαστική απόφαση.»

«Έχοντας κυκλοφορήσει το 1931, αυτή η κινηματογραφική παραγωγή είχε ενθουσιώδη υποδοχή παντού. Το «Μ» φτάνει το επίπεδο των προηγούμενων ταινιών του, «Destiny» και «Nebelungen» και ακόμα περισσότερο το ξεπερνάει σε δεξιοτεχνία. Για να αυξήσει την ντοκιμαντερίστικη αξία της ταινίας του, εισάγει εικονογραφημένες αναφορές από σύγχρονες αστυνομικές διαδικασίες, τόσο επιδέξια, που μοιάζουν σαν να είναι μέρος της δράσης. Ευφυές παράλληλο μοντάζ συνυφαίνει το περιβάλλον της αστυνομίας με αυτό του υποκόσμου: την ώρα που οι αρχηγοί των συμμοριών συζητούν τα σχέδιά τους, και οι ειδικοί της αστυνομίας κάνουν συνεδρίαση επίσης, και αυτές οι δύο συναντήσεις παραλληλίζονται με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα τους, που δημιουργούν μια υποβόσκουσα σύνδεση μεταξύ τους.»

«Το πραγματικό επίκεντρο της ταινίας είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Ο Πέτερ Λόρε τον ενσαρκώνει ασύγκριτα ως έναν κάπως παιδαριώδη μικροαστό, που τρώει μήλα στο δρόμο και που δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί ότι θα πείραζε μια μύγα. Η σπιτονοικοκυρά του, όταν τη ρωτά η αστυνομία, περιγράφει τον νοικάρη της ως ήσυχο και καθωσπρέπει άνθρωπο.

Επίσης, ένα έξυπνο οπτικό τέχνασμα βοηθά στο να φανούν οι νοσηρές του τάσεις. Σε τρεις διαφορετικές περιστάσεις, εικόνες ακίνητων αντικειμένων περιστοιχίζουν τον δολοφόνο, σε σημείο να μοιάζουν σαν να τον καταπίνουν: Όταν στέκεται μπροστά από ένα μαγαζί με κουζινικά, φωτογραφίζεται με τέτοιο τρόπο που το πρόσωπό του φαίνεται μέσα σε μια ρομβοειδή αντανάκλαση αστραφτερών μαχαιριών. Όταν κάθεται στη βεράντα μιας καφετέριας πίσω από μια πέργκολα με κισσούς, με τα μάγουλά του να λάμπουν μέσα από το φύλλωμα, υποβαλλόμαστε στην ιδέα ότι πρόκειται για ένα αρπαχτικό κτήνος που παραμονεύει στη ζούγκλα. Τέλος, όταν έχει παγιδευτεί στην ξύλινη σοφίτα, δύσκολα τον ξεχωρίζεις από τα ανάκατα συντρίμμια πίσω από τα οποία προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες του. Εφόσον σε πολλές γερμανικές ταινίες η κυριαρχία βουβών αντικειμένων συμβολίζει την άνοδο παράλογων δυνάμεων, αυτά τα τρία πλάνα μπορούμε να πούμε ότι ορίζουν τον δολοφόνο ως αιχμάλωτο ανεξέλεγκτων ενστίκτων. Οι κακές παρορμήσεις τον καταλαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο που τα διάφορα αντικείμενα στριμώχνουν την κινηματογραφική του εικόνα.»

«(ο δολοφόνος) είναι άμεσος απόγονος του υπνοβάτη Τσέζαρε (σ.σ. από το «εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι»). Όπως ο Τσέζαρε, έτσι κι αυτός νιώθει τον καταναγκασμό να σκοτώνει. Αλλά, ενώ ο υπνοβάτης ασυνείδητα παραδίνεται στην ανώτερη ισχυρή θέληση του Δρ. Καλιγκάρι, ο δολοφόνος παιδιών υποτάσσεται στις δικές του παθολογικές παρορμήσεις και επιπλέον έχει πλήρη γνώση της αναγκαστικής του υποταγής.»

«Αυτός ο εκμοντερνισμένος Τσέζαρε είναι δολοφόνος γιατί υποτάσσεται στον φαντασιακό Καλιγκάρι μέσα του. Η φυσική του παρουσία μας δίνει την εντύπωση της απόλυτης ανωριμότητάς του, μιας ανωριμότητας που εξηγεί την αλματώδη ανάπτυξη των φονικών του ενστίκτων.»

Παίζουν
Πήτερ Λόρε
Hans Beckert
Έλεν Γουίντμαν
Frau Beckmann
Ινγκε Λάντγκουτ
Elsie Beckmann
Ότο Βερνίκε
Inspector Karl Lohmann
Τέοντορ Λόος
Inspector Groeber
Γκούσταφ Γκρούντγκενς
Schränker
Friedrich Gnaß
Franz, the burglar
Φριτζ Odemar
The cheater
Πολ Κεμπ
Pickpocket with six watches
Theo Lingen
Bauernfänger
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551