Αναζήτηση
Ο κύκλος του έρωτα - Ερωτικό γαϊτανάκι - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ο κύκλος του έρωτα - Ερωτικό γαϊτανάκι - iShow.gr
Είδος
Δραματική κομεντί καταστάσεων γαλλικής παραγωγής 1950 σε επανέκδοση
Διάρκεια
97'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Υπόθεση
Δραματική
Ρομαντική
Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1890 στη Βιέννη. Η δομή είναι σπονδυλωτή και αποτελείται από δέκα σκηνές που αλληλοσυνδέονται και που στην κάθε μία πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι εραστών. Τα ζευγάρια είναι: Η πόρνη και ο στρατιώτης, ο στρατιώτης και η υπηρέτρια, η υπηρέτρια και ο νεαρός κύριός της, ο νεαρός κύριος και η παντρεμένη γυναίκα, η παντρεμένη γυναίκα και ο σύζυγός της, ο σύζυγος και η νεαρή κοπέλα, η νεαρή κοπέλα και ο ποιητής, ο ποιητής και η ηθοποιός, η ηθοποιός και ο κόμης, ο κόμης και η πόρνη. Το πρόσωπο που μας εισάγει στην ιστορία και εμφανίζεται συχνά μέσα στην ταινία επεξηγώντας μας καταστάσεις είναι ο αφηγητής, που θέτει σε κίνηση αυτή τη ρόδα του έρωτα. Υπάρχει ή δεν υπάρχει ο έρωτας; Είναι αληθινές ή όχι οι ανθρώπινες σχέσεις; Δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, δέκα ερωτικές επαφές χωρίς συναίσθημα, δέκα πολυδιάστατες φιγούρες, χαρακτηριστικοί τύποι της βιενέζικης κοινωνίας του τέλους του δέκατου ενάτου αιώνα. Θα συναντηθούν, άλλοτε τυχαία, άλλοτε προγραμματισμένα, για να ανακαλύψουν τα κρυφά μυστικά του έρωτα, που αν και μοιάζει να είναι διαρκώς παρών, τελικά είναι ο μεγαλύτερος απών...
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Δραματική κομεντί καταστάσεων γαλλικής παραγωγής 1950 που κυκλοφορεί σε επανέκδοση στις 9 Φεβρουαρίου του 2012
(Δράμα - Γαλλία - 1950 - 97΄ - ασπρόμαυρο - 35 χιλ)

Το αριστούργημα του Max Ophuls,
δημιουργού των ταινιών LOLA MONTES και Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ)

Βραβείο BAFTA καλύτερης ταινίας, 1952
Υποψήφιο για Όσκαρ σεναρίου και σκηνικών, 1952

«Ο Οφίλς έδειξε τη σκληρότητα της ηδονής, τις δοκιμασίες της αγάπης…»
Francois Truffaut

«Επηρεάστηκα βαθιά από τις διαρκείς κινήσεις μηχανής στις ταινίες του Ophuls»
Vincente Minelli

«Η κάμερα υπάρχει για να δημιουργήσει μια νέα τέχνη και να δείξει πάνω απ’ όλα ό,τι δε μπορεί να δει κανείς με άλλο τρόπο..»
Max Ophuls

Από το θεατρικό έργο Reigen του διάσημου Βιεννέζου συγγραφέα
Arthur Schnitzler, σύγχρονου και φίλου του Freud.

Οι πιο γνωστοί Γάλλοι ηθοποιοί της εποχής σε μία φαντασμαγορική αναπαράσταση της Βιέννης του fin du siecle.

Το διαρκές κυνήγι της ηδονής του έρωτα.

Η σκυτάλη της ερωτικής επιθυμίας

Η ταινία έχει μια ματιά διεισδυτική και αρκετά τολμηρή και «ανευλαβή», θα λέγαμε, στο θέμα του έρωτα, και ειδικότερα της σεξουαλικής επιθυμίας και της απιστίας. Ο παντογνώστης-αφηγητής (που τον υποδύεται άριστα ο Anton Walbrook αποδίδοντάς του ένα μείγμα γοητείας και αδιαφορίας), θέτει σε κίνηση το τραινάκι της αγάπης (ronde είναι το καρουζέλ, το τραινάκι του λούνα παρκ) στο οποίο επιβαίνουν εκπρόσωποι της κοινωνίας από όλα τα κοινωνικά στρώματα, από την καμαριέρα ως τον κόμη και από τον πλούσιο αστό μέχρι τον διανοούμενο. Όταν μια σχέση τελειώνει, το ένα μέλος μεταπηδάει αμέσως στην επόμενη σχέση, έτσι ώστε να σχηματίζονται πολλές επιμέρους ιστορίες. Το πρόσωπο της τελευταίας ιστορίας είναι και το πρόσωπο της πρώτης κι έτσι σχηματίζεται ένας κύκλος. Η μετάβαση από τη μία σχέση στην άλλη παραπέμπει σε χορό (ο τίτλος του θεατρικού έργου πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι Reigen, που σημαίνει ένα είδος κυκλικού χορού). Σε όλες τις σκηνές κάνει την εμφάνισή του ο αφηγητής - alter ego του σκηνοθέτη που απευθύνεται στον θεατή, υπονομεύοντας έτσι την κινηματογραφική σύμβαση. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μην κρίνει τους ήρωές του, αλλά ούτε και να εμβαθύνει στις σχέσεις και τα κίνητρά τους. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει μια ταινία όπως το Madame de. Εδώ τα κίνητρα είναι καθαρά σαρκικά. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το αρχικό κείμενο γράφτηκε την εποχή του Φρόιντ και αναπόφευκτα απηχεί ιδέες του. Μάλιστα, ο ίδιος Φρόιντ ήταν θαυμαστής του έργου του συγγραφέα Arthur Schnitzler. Ο Οφίλς μοιάζει να συμμερίζεται τέτοιες ιδέες και να της προβάλλει ακόμα πιο εμφατικά στην κινηματογραφική του εκδοχή. Όλα τα πρόσωπα του δράματος περιφέρονται σαν μαριονέτες, έρμαια των επιθυμιών τους, τυφλά όργανα της μοίρας. Ο έρωτας έχει αντικατασταθεί από την επιθυμία, οι σχέσεις είναι εφήμερες και αναλώσιμες και το κυνήγι, αυτοσκοπός. Ένα άλλο σχόλιο της ταινίας, υπόρρητο (που υπήρχε ήδη και στο θεατρικό έργο του Schnitzler), είναι πάνω στη μετάδοση της σύφιλης, της πιο διαδεδομένης σεξουαλικώς μεταδιδόμενης ασθένειας της εποχής, που δεν έκανε διακρίσεις σε κοινωνικές τάξεις.
Είναι αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι η γλώσσα του Οφίλς είναι αρκετά τολμηρή για την εποχή της. Όχι τόσο στην παραστατικότητα, αλλά στην υπαινικτικότητά της. Θίγονται ζητήματα όπως η αντρική ανικανότητα και η ανάγκη των γυναικών για σεξουαλική ικανοποίηση εξίσου με τους άντρες, που για τη δεκαετία του ΄50 είναι αρκετά τολμηρά.

Η πικρή παροδικότητα του έρωτα

«Μετά από μια επιτυχημένη εμπορικά, αλλά όχι τόσο καλλιτεχνικά, πορεία στο Χόλυγουντ, ο σκηνοθέτης Μαξ Οφίλς επέστρεψε στη Γαλλία, για να δημιουργήσει τις τέσσσερις ταινίες χάρη στις οποίες έγινε αργότερα κυρίως γνωστός, τέσσερα αριστουργήματα που επισκιάζουν τις ταινίες που έκανε στην Αμερική, όπως και εκείνες που έκανε στη Γερμανία προπολεμικά. Η πρώτη απ’ αυτές είναι το La Ronde, μια εμπνευσμένη και σαρκαστική μεταφορά του περιβόητου θεατρικού έργου Reigen του Αυστριακού συγγραφέα Arthur Schnitzler, που σατίριζε τη σεξουαλική συμπεριφορά και τα ήθη της βιεννέζικης κοινωνίας του γυρίσματος του 20ου αι. Το ίδιο έργο θα διασκευάσει το 1964 ο Roger Vadim στην δική του κινηματογραφική εκδοχή, που ωστόσο θα έχει πολύ λίγη από την σπιρτάδα και τη γοητεία του διαχρονικού και κλασικού πια έργου του Οφίλς.
Μέσα από μια σειρά δέκα μικρών, αλλά καλοστημένων και τέλεια συναρμογημένων ενοτήτων, ο Οφίλς μεταμορφώνει το έργο του Σνίτσλερ σε μία ιδιαίτερα δηκτική απεικόνιση της εφήμερης φύσης του έρωτα, με τρόπο μελαγχολικό και χιουμοριστικό ταυτόχρονα. Με ένα καστ που αποτελείται από τους πιο διάσημους Γάλλους ηθοποιούς της εποχής, η ταινία δύσκολα θα μπορούσε να αποτύχει εμπορικά. Και πράγματι, και παρά τις αρνητικές κριτικές που δέχτηκε η ταινία από τους κριτικούς της εποχής που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τις αρετές της, η ταινία έκοψε πάνω πάνω από δυόμιση εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία. Η επιτυχία μάλιστα της ταινίας δημιούργησε μια βραχύβια μόδα τέτοιων σπονδυλωτών ταινιών στις οποίες έπαιζαν πολλοί διάσημοι ηθοποιοί μαζί.
Η δημιουργική ελευθερία που βίωσε ο Οφίλς στην κατασκευή της ταινίας, τον ώθησε να αναπτύξει το εντελώς προσωπικό του οπτικό στιλ, που χατακτηρίζεται από τον όμορφο κιαροσκούρο φωτισμό και τις ρέουσες κινήσεις της μηχανής. Ο τρόπος που ο Οφίλς κινεί την κάμερα ανάμεσα από τα λεπτοδουλεμένα σκηνικά έχει κάτι από την χάρη των βιεννέζικων βαλς και ενισχύει το μοτίβο του καρουζέλ, που ο δημιουργός εύστοχα χρησιμοποιεί για να συνδέσει τις δέκα σκηνές. Λίγοι άλλοι σκηνοθέτες έχουν εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες των μακρών λήψεων και της κινούμενης μηχανής τόσο σωστά και αριστοτεχνικά όσο ο Οφίλς, τόσο στην συγκεκριμένη ταινία, όσο και στις τρεις επόμενες: Η Ηδονή (1952), Η Άγνωστη κυρία (1953) και Λόλα Μοντέζ (1955).
Η άλλη μεγάλη συμβολή της ταινίας είναι η ένταξη ενός θεοποιημένου σχεδόν τελετάρχη που τον υποδύεται εκπληκτικά ο Anton Walbrook. Ο τελευταίος, όχι μόνο συνδέει τις σκηνές, αλλά συμμετέχει ενεργά σε μερικές απ’ αυτές, παίζοντας άλλοτε τον ρόλο του συμβούλου, άλλοτε του εξομολογητή και άλλοτε του θεού του έρωτα. Ο αινιγματικός χαρακτήρας του Γουόλμπρουκ αφενός επιτρέπει στον Όφιλς να ενδώσει σε ένα απολαυστικό γκρέμισμα του «τέταρτου τοίχου» της ταινίας, δηλαδή της εμπλοκής του θεατή σ’ αυτήν (κάτι που καθιστά την ταινία σχόλιο πάνω στην απάτη του κινηματογράφου) και αφετέρου δίνει στην ταινία την απαιτούμενη συνοχή, κάτι που έλειπε από τις επόμενες σπονδυλωτές ταινίες της εποχής. Όταν οι καταστάσεις γίνονται ιδιαίτερα «καυτές», μεταφερόμαστε βίαια από την κρεβατοκάμαρα σε πλάνα του Γουόλμπρουκ που, περίλυπος, κόβει με το ψαλίδι καρέ από μια μπομπίνα -μια άμεση και σαρκαστική μεταφορά της λογοκρισίας που μάστιζε τα στούντιο του Χόλουγουντ εκείνη την εποχή. Ένας άλλος αποτελεσματικός μηχανισμός σύνδεσης είναι το εκλεπυσμένο και διαρκώς επανερχόμενο μουσικό μοτίβο του Oscar Strauss, που έχει μία φαινομενικά χαρούμενη ατμόσφαιρα, αλλά και έναν υπόγειο λυπητερό τόνο, ακριβώς όπως και η ταινία, που με θαυμαστό τρόπο δείχνει την πικρή παροδικότητα του έρωτα.»

του James Travers, FILMS DE FRANCE


Ένας χαριτωμένος κύκλος

«Παρότι ο Μαξ Οφίλς εργάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ σε πέντε χώρες στη διάρκεια της κινηματογραφικής του καριέρας, οι περισσότεροι συμφωνούμε ότι η καλύτερή του περίοδος ήταν τα τελευταία χρόνια, όταν επέστρεψε στη Γαλλία μετά που άφησε το Χόλυγουντ. Ξεκίνησε με το La Ronde (που σημαίνει κύκλος), την πιο χαρακτηριστική του ταινία και μια καλή ταινία για να εισαχθούν στο πνεύμα του δημιουργού όσοι δεν έχουν καμία επαφή μαζί του. Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Arthur Schnitzler, σε μυθιστόρημα του οποίου επίσης βασίστηκε η τελευταία ταινία του Κιούμπρικ Μάτια ερμητικά κλειστά. Στο La Ronde παρακολουθούμε μια ομάδα από χαρακτήρες, με την αρχή να την κάνει μια πόρνη που κοιμάται με έναν στρατιώτη. Ο στρατιώτης συναντά σε έναν χορό μια κοπέλα. Μετά εκείνη ερωτεύεται κάποιον άλλον. Ο άλλος ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα και πάει λέγοντας μέχρι που συναντάμε την πόρνη και πάλι. Ο Anton Walbrook (Τα κόκκινα παπούτσια) υποδύεται τον αφηγητή και το χέρι της μοίρας και δουλεύει σε ένα καρουζέλ, που είναι το κεντρικό κομμάτι της ταινίας. Οι μαλακές κινήσεις της κάμερας μοιάζουν από μετάξι και η χάρη τους θυμίζει κάτι από αιλουροειδές και προσδίδει στην ταινία έναν παλλόμενο ερωτισμό, ιδίως στις σκηνές με την Simone Simon που υποδύεται την Γαλλίδα καμαριέρα. Επίσης πρωταγωνιστεί η Simone Signoret. Η ταινία προτάθηκε για δύο Όσκαρ (σεναρίου και σκηνογραφίας)».
του Jeffrey Anderson, COMBUSTIBLE CELLULOID


«Η ευτυχία δεν υπάρχει!»

«Είμαι η προσωποποίηση της επιθυμίας σας να ξέρετε τα πάντα λέει ο Anton Walbrook καθώς ξεκινά να αφηγείται ή να σκηνοθετεί το νοσταλγικό παιχνίδι του καρουζέλ στο La Ronde του Μαξ Οφίλς, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Arthur Schnitzler του κυνικού, αλλά και ερωτικού τέλους του 19ου αιώνα. Ο Οφίλς πρόσθεσε τη φιγούρα του αφηγητή στο σκανδαλώδες έργο του Άρθουρ Σνίτσλερ για να δώσει μια αίσθηση αποστασιοποίησης και ο Γουόλμπρουκ κυριαρχεί στην ταινία με την σκοτεινή χάρη του και την μυστηριώδη και επιβλητική παντογνωσία του. Ο Οφίλς τοποθετεί την κάμερα χαμηλά, καθώς εκτυλίσσονται δέκα μικρές ιστορίες σαρκικού έρωτα, με το ανάλαφρο στυλ ενός στεφανιού από μαργαρίτες και τα μακρά πλάνα του αιχμαλωτίζουν την οπτική της στιγμής, με τις χαρούμενες και ανάλαφρες κινήσεις προς τα εμπρός και πίσω. Η κάμερα ολισθαίνει ανάμεσα από διακοσμητικά κιγκλιδώματα, κάνιστρα, κηροπήγια και κάθε είδους αντικείμενα και είναι λες και αυτά τα άψυχα πράγματα είναι θεατές σε μια παράσταση. Σχεδόν μπορούμε να τα ακούσουμε να ψιθυρίζει το ένα στο άλλο. Οι οδηγίες του Γουόλμπρουκ τονίζουν την κινηματογραφική σύμβαση, καθώς επισημαίνει στους θεατές τα φώτα και την θέση της κάμερας. Για τον Οφίλς, η εντελώς τεχνητή, κρύα ομορφιά ενός στούντιο ισοδυναμεί με τα τεχνάσματα του έρωτα.
Κάθε ιστορία υπακούει σε ένα αυστηρό σχήμα ώστε να έχουν ίσο βάρος. Παρόλα αυτά, η ερμηνεία της Danielle Darrieu στην αρχή της ταινίας στοιχειώνει το μυαλό. Η νεαρή παντρεμένη γυναίκα που υποδύεται συναντά έναν γοητευτικά αδέξιο Daniel Gelin για μία ερωτική συνεύρεση. Πάνε προς την κρεβατοκάμαρα και ο Οφίλς κόβει σε πλάνο του Γουόλμπρουκ στο καρουζέλ. Μετά από λίγο, το καρουζέλ σπάει. Επιστρέφουμε στον Ζελέν και την Νταριέ, που κοιτάζει ο ένας τον άλλον και καταλαβαίνουμε ότι ο άντρας δεν «απέδωσε». Παγωμένος, αμήχανος, ανήμπορος να την κοιτάξει, ο Ζελέν μιλάει για τον Σταντάλ και η Νταριέ τον ακούει με ένα ύφος τρυφερά διασκεδαστικό και συμπονετικό ταυτόχρονα. Μετά, σκύβει μπροστά να κοιτάξει την ώρα και καθώς το κορμί της τον αγγίζει, η ερωτική του ικανότητα επανέρχεται. Οι ηθοποιό ήθελαν να παίξουν τη σκηνή με ύφος φάρσας, αλλά ο Οφίλς αντιτάχθηκε. Πήρε παράμερα τον Ζελέν και του είπε να μεταφέρει μέσα από την ερμηνεία του την μελαγχολία της ανικανότητας.
Ο Οφίλς δεν είναι ποτέ κυνικός όπως ο Σνίτσλερ. Είναι βαθιά ρομαντικός και καλύπτει μια μεγάλη γκάμα αρσενικών και θηλυκών αρχετύπων στο La Ronde, από τον υποκριτή σύζυγο που υποδύεται ο Fernand Gravey μέχρι την αγαθή κοπέλα που υποδύεται η Odette Joyueux και που αναφωνεί: «Αχ αυτή η άτακτη σαμπάνια! Πού με έσπρωξε!» μετά από ένα ιδιωτικό ερωτικής φύσης δείπνο. Ο Οφίλς φτάνει στα όρια της φάρσας στο κομμάτι με τον αυτάρεσκο συγγραφέα (Jean-Louis Barrault) και την αισθησιακή ηθοποιό (Isa Miranda), αλλά επιστρέφει στην «μελαγχολία της ανικανότητας» στην τελευταία σκηνή με τον Gerard Philipe και την Simone Signoret, τοποθετώντας μαζί επί σκηνής δύο από τους πιο όμορφους και ίσως σπαταλημένους ερμηνευτές του γαλλικού κινηματογράφου σε μία σκηνή παραληρηματικά ευχάριστης δυσαρέσκειας. «Η ευτυχία δεν υπάρχει» λέει ο Φιλίπ στο πρώτο κομμάτι και μόνο ο Οφίλς θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια φράση να ακούγεται χαρούμενη».

του Dan Callahan, SLANT MAGAZINE


Ο συγγραφέας Arthur Schnitzler και το Reiden
Ο Άρτουρ Σνίτσλερ (1862-1931), γεννήθηκε και πέθανε στη Βιέννη. Γιος διάσημου Εβραίου γιατρού, σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, και άσκησε το λειτούργημά του με μισή καρδιά ως το 1893, έτος θανάτου του πατέρα του, οπότε αισθάνθηκε ελεύθερος να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Είχε αρχίσει να γράφει από αρκετά νωρίς και στα εικοσιπέντε του δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματα στο An der schonen blauen Donau, το λογοτεχνικό ένθετο του περιοδικού Neue Freie Presse. Έγινε γνωστός με τον Ανατόλ (1893), μια σειρά από επτά μονόπρακτα. Ακολούθησαν οι Έρωτες (1895) καθώς και το περίφημο Reiden (1900). Το 1901 τον διέγραψαν από τον κατάλογο των εφέδρων αξιωματικών εξαιτίας της νουβέλας του Leutnant Gustl (Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ) που θεωρήθηκε ότι έθιγε την τιμή του στρατού. O Σνίτσλερ έγραψε πολλά θεατρικά έργα, που παίζονταν συνήθως με επιτυχία στις σκηνές της Βιέννης και του Βερολίνου. Ασχολήθηκε όμως και με την πεζογραφία, γράφοντας διηγήματα και νουβέλες, που θεωρούνται ακόμα καλύτερες από το δραματικό του έργο: Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ (1900), Ο νόστος του Καζανόβα (1918), Η δεσποινίς Έλζε (1924), Ονειρεμένη ιστορία (1926, πάνω στη συγκεκριμένη νουβέλα βασίστηκε το σενάριο της τελευταίας ταινίας του Κιούμπρικ Μάτια ερμητικά κλειστά του 1999), καθώς και δύο μυθιστορήματα, Ο δρόμος προς την ελευθερία (1908) και Τερέζα (1928). Πραγματευόμενος τις θεμελιώδεις αλήθειες της ζωής, ο Σνίτσλερ εξέφρασε με χαρακτηριστικό τρόπο το πνεύμα της εποχής του, της Βιέννης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Κατέκτησε μεγάλη αναγνώριση, και μεταξύ των θαυμαστών του συγκαταλεγόταν ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη σημασία του υποσυνείδητου στον Σνίτσλερ, αναγνώρισε ότι τα όσα είχε φέρει ο ίδιος στο φως με κοπιώδη αναλυτική εργασία, ο συγγραφέας τα είχε ανακαλύψει αυτοενδοσκοπούμενος. Οι αντίπαλοί του ωστόσο κατέκριναν τον Σνίτσλερ με δριμύτητα, ακόμη και ως πορνογράφο. Όταν κάποτε του παρατήρησαν ότι ασχολείται διαρκώς με τα ίδια θέματα, ο Σνίτσλερ απάντησε: «Γράφω για τον έρωτα και τον θάνατο. Υπάρχουν μήπως άλλα θέματα;»
Το Reigen (που σημαίνει ένα είδος κυκλικού χορού, κάτι σαν «γύρω-γύρω όλοι») γράφτηκε το 1900 στη Βιέννη, αλλά δεν ανέβηκε στο θέατρο παρά 20 χρόνια αργότερα, το 1920. Το έργο στην εποχή του γνώρισε την λογοκρισία και την σκληρή κριτική και ο συγγραφέας του αντιμετώπισε κατηγορίες για ανηθικότητα, ενώ έγινε και αφορμή για να δεχτεί αντισιμιτικές επιθέσεις (Ο Χίτλερ χαρακτήρισε το έργο σαν «εβραϊκό σκουπίδι»), με αποτέλεσμα με απόφαση του συγγραφέα να αποσυρθεί η κυκλοφορία του από τις γερμανόφωνες χώρες. Στο εξωτερικό, το έργο μεταφράστηκε, παραστάθηκε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, σε χώρες όπως η Ρωσία, η Τσεχοσλοβακία, η Αγγλία (με τον τίτλο Hands Around) και, κυρίως, η Γαλλία (με τον τίτλο La Ronde). Μόλις το 1982, 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Σνίτσλερ, ο γιος του κυκλοφόρησε το έργο του πατέρα του στη Γερμανία. Το έργο είναι από τα πλέον πολυπαιγμένα, σε θεατρικές σκηνές σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ έχει διασκευαστεί και συχνά (π.χ. μια διασκευή του στη σύγχρονη εποχή από τον Steven Dietz παιζόταν στις Η.Π.Α το Νοέμβριο του 2011). Και στη χώρα μας έχει πρασταθεί αρκετές φορές, με τον τίτλο Το γαϊτανάκι το έρωτα, π.χ. το 2004 στο θέατρο Ροές με τη Λυδία Φωτοπούλου και τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο ή το 2006 από το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, ενώ παρουσιάστηκε η βιντεοεκοπημένη εκδοχή και στο «θέατρο της Δευτέρας» το 1989 με τους Γρηγόρη Βαλτινό, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιώργο Κιμούλη, Πέμυ Ζούνη κ.α.
Πολλές είναι και οι κινηματογραφικές ταινίες που είτε έχουν βασιστεί είτε έχουν εμπνευστεί σε πολύ μεγάλο μέρος από το παρόν έργο: La Ronde (Max Ophuls, 1950), La Ronde (Roger Vadim, 1964), Hot Circuit (Richard Lerner, 1971), Reigen (Otto Schenk, 1973), La Ronde (Kenneth Ives, 1982), New York Nights (Simon Nuchtern, 1983), Choose Me (Alan Rudolph, 1984), La ronde de l'amour (Gerard Kikoine, 1985), Karrusel (Claus Bjerre, 1998), Love in the Time of Money (Peter Mattei, 2002), Nine Lives (Dean Howell, 2004), Sexual Life (Ken Kwapis, 2005), Three Sixty (Peter Morgan, σε εξέλιξη). Επίσης, ο συγγραφέας του τηλεοπτικού M*A*S*H* (1972-1983), Alan Alda, έγραψε πως άντλησε έμπνευση από τη δομή του La Ronde.
Συμμετέχουν
Αντόν Walbrook
Raconteur - le meneur de jeu
Σιμόν Σινιορέ
Léocadie, la prostitutée
Serge Reggiani
Franz, le soldat
Σιμόν Σάιμον
Marie, la femme de chambre
Ντάνιελ Ζελέν
Alfred, le jeune homme
Ντανιέλ Νταριέ
Emma Breitkopf, la femme mariée
Fernand Gravey
Charles Breitkopf, son mari
Odette Joyeux
Anna, la grisette
Ζαν Λουί Μπαρό
Robert Kuhlenkampf, le poète
Isa Μιράντα
Charlotte, le comédienne
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551