Μετά τη δολοφονία ενός αστυνομικού, ο Γουίλ Τιζλ, σερίφης μιας μικρής επαρχιακής πόλης των ΗΠΑ, εξαπολύει άγριο κυνηγητό εναντίον του Τζον Ράμπο, βετεράνου του Βιετνάμ, που μόλις κατέφθασε εκεί και τον θεωρεί ως τον υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο. Ο Ράμπο, οπλισμένος, καταφεύγει στους αφιλόξενους λόφους, έξω από την πόλη, αποφασισμένος να μην παραδοθεί στις Αρχές, επιστρατεύοντας τις ικανότητές του στον ανταρτοπόλεμο. Όταν οι αστυνομικοί αντιλαμβάνονται ότι αδυνατούν να τον συλλάβουν, καλούν σε βοήθεια τον Τρότμαν, πρώην διοικητή της διμοιρίας που ανήκε ο Ράμπο στο Βιετνάμ, προκειμένου να πείσει τον τελευταίο να παραδοθεί...
Ο Τζον Ράμπο επιστρέφει από το Βιετνάμ, με έντονες τραυματικές μνήμες από την κόλαση του πολέμου. Όμως, κατά τραγική ειρωνεία, δεν συναντά και την καλύτερη υποδοχή από τους συμπατριώτες του, των οποίων η μισαλλοδοξία και ξενοφοβία θα τον κάνουν να αισθανθεί τόσο παρείσακτος και ανεπιθύμητος όσο και στο μακρινό Βιετνάμ. Όταν τελικά τα πράγματα παίρνουν απρόσμενη τροπή, ο Ράμπο δεν διστάζει για μια ακόμη φορά να εμπιστευθεί το ένστικτο επιβίωσής του, επιστρατεύοντας τις γνώσεις του στην τεχνική του ανταρτοπόλεμου και κατά συνέπεια, να σπείρει την κόλαση γύρω του.
Βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο του Ντέιβιντ Μορέλ, ο Τεντ Κότσεφ σκηνοθετεί μια υποβλητική περιπέτεια, όπου η κλιμακωτή δράση χρησιμοποιείται όχι ως αυτοσκοπός, αλλά για να εξυπηρετήσει τη δραματουργική σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα. Έτσι, το φιλμ «Ράμπο: το πρώτο αίμα», είναι περισσότερο μια δραματική περιπέτεια ψυχολογικών προεκτάσεων, που προβάλλει τις τραγικές συνέπειες του πολέμου του Βιετνάμ στη συνείδηση του λαού των ΗΠΑ, παρά μια ακόμη ψυχαγωγική ταινία πολεμικής δράσης. Ο Σιλβέστερ Σταλόνε προσφέρει μια δυναμική ερμηνεία ως ο μοναχικός Ράμπο.