Αναζήτηση
Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο - iShow.gr
Είδος
Δραματική ταινία γαλλικής παραγωγής 2011
Διάρκεια
90'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Δραματική
Παρόλο που έχει χάσει τη δουλειά του πρόσφατα, ο Michel ζει ευτυχισμένος με την γυναίκα του Marie-Claire. Το ζευγάρι είναι ερωτευμένο για πάνω από τριάντα χρόνια. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους τους δίνουν χαρά, όπως και οι καλοί φίλοι που τους περιβάλλουν. Είναι και οι δύο περήφανοι για τους πολιτικοποιημένους αγώνες και τις ηθικές αξίες τους. Όμως, αυτή η ευτυχία θα διαταραχθεί από δύο οπλισμένους νεαρούς που θα τους επιτεθούν βίαια και θα αρπάξουν τα χρήματα που τους δώρισαν οι φίλοι τους για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο. Το σοκ γίνεται μεγαλύτερο όταν ανακαλύπτουν ότι την επίθεση την είχε οργανώσει ο Christophe, ένας πρώην συνάδελφος του Michel, που απολύθηκε την ίδια μέρα με εκείνον. Τα πράγματα μπλέκουν κι άλλο, αφού ο Christophe μεγαλώνει μόνος του τα δύο μικρά αδέρφια του.
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Ο πολυβραβευμένος, γεννημένος στη Μασσαλία σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Ρομπερ Γκεντιγκιάν («Lady Jane», «Ο Τελευταίος Μιτεράν» «Marius et Jeannette»), παρουσιάζει ένα ακόμη εκλεκτό δείγμα λαϊκού σινεμά, έχοντας σταθερά στο πλευρό του τους αγαπημένους του ηθοποιούς. Με πηγή έμπνευσής του το ποίημα του Βίκτωρος Ουγκό «How good are the poor», ο Γαλλοαρμένιος κινηματογραφιστής θίγει ζητήματα όπως η δύναμη της συλλογικότητας και η αξία της οικογένειας, τα οποία στην εποχή της διεθνούς οικονομικής κρίσης, φαντάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ.


Η πρόσφατη απόλυσή του ελάχιστα μοιάζει να έχει επηρεάσει την καθημερινότητα του Μισέλ, ο οποίος εξακολουθεί να ζει ευτυχισμένος στο πλευρό της συζύγου του Μαρί-Κλερ, πλαισιωμένος από την πολυμελή οικογένειά του και τους καλούς του φίλους. Ωστόσο, οι «ειδυλλιακές» στιγμές που απολαμβάνουν πρόκειται πολύ σύντομα να αποτελέσουν παρελθόν, καθώς εντελώς αναπάντεχα, θα βρεθούν απειλούμενοι από ένοπλους κουκουλοφόρους μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Στόχος των εισβολέων, τα χρήματα που έλαβαν ως δώρο όλων των φίλων τους, για την επέτειο του γάμου τους, τα οποία σκόπευαν να διαθέσουν για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο...

«Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» αφηγούνται μια συγκινητική ιστορία συλλογικότητας με αφορμή ένα ταξίδι στην Τανζανία που δεν θα γίνει ποτέ. Βαθιά αισιόδοξη και έντονα πολιτικοποιημένη η νέα ταινία του Γαλλοαρμένιου Robert Guediguian ξεκινάει με είκοσι απολύσεις για να καταλήξει στον ορισμό της αλληλεγγύης. Χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού αλλά με πίστη στη δύναμη των ενωμένων ανθρώπων, το νήμα της ιστορίας μπερδεύει γλυκά τους ήρωες σε ένα ηλιόλουστο και καλοκαιρινό παραλίγο εφιάλτη με την καλοσύνη να επιβάλλεται στο τέλος. Ο πολυβραβευμένος, γεννημένος στη Μασσαλία σκηνοθέτης εμπνέεται από το ποίημα του Victor Hugo «Καλοί που είν’ οι φτωχοί» και θίγει τις αξίες μιας κοινωνίας σε κρίση σε μια επίκαιρη και γεμάτη θετικά μηνύματα ταινία, ενώ μερικά σφηνάκια ελληνικότατου κονιάκ που καταναλώνονται στην ταινία μας κερνάνε μια ξεχασμένη, συγκινητική αλήθεια: οι ενωμένοι άνθρωποι, δεν είναι ποτέ νικημένοι .


Θάρρος είναι, η δουλειά του καθενός, είτε αυτός δουλεύει είτε φιλοσοφεί.
Θάρρος είναι να κατανοεί τη ζωή του, να την καθορίζει, να την εξελίσσει,
να εμβαθύνει σε αυτή, να την καθιερώνει και συνάμα να τη συντονίζει με τη ζωή γενικότερα.
Θάρρος είναι να παρακολουθεί αυτή τη μηχανή ινοποίησης δίχως να σπάσει ούτε μια κλωστή
ενώ ετοιμάζει μια ευρύτερη και αδελφοποιημένη κοινωνική τάξη όπου η μηχανή αυτή θα αποτελεί υπηρέτη των ελεύθερων εργατών.
Θάρρος είναι να ξεπερνά τα ψεγάδια του, να ταλανίζεται από αυτά, αλλά να μην υποκύπτει για χάρη τους.
Να ακολουθεί το δρόμο που αυτός χάραξε. Θάρρος είναι να αγαπάει τη ζωή και να αντικρίζει τον θάνατο στωικά.
Να κυνηγάει ιδανικά και να κατανοεί την αλήθεια. Να ενεργεί και να δίνεται σε ανώτερους σκοπούς δίχως να γνωρίζει τι αμοιβή το σπουδαίο τούτο σύμπαν θα αποφέρει για τις προσπάθειές μας, ούτε αν θα υπάρξει συνολικά κάποια αμοιβή.
Θάρρος είναι να αναζητάει την αλήθεια και να τη λέει. Όχι να υποκύπτει στους νόμους εφήμερων ψεμάτων και να επιτρέπει στην ψυχή, στο στόμα και στα χέρια να αναπλάθουν ανόητες επευφημίες και φανατικές αποδοκιμασίες.
Ζαν Ζωρές – Για τους νέους, Albi, 1903.


Trivia/Fun Facts:
- Η ηθοποιός Ariane Ascaride που υποδύεται στην ταινία την Marie-Claire, τη γλυκιά και αποφασιστική σύζυγο του Michel, είναι στην πραγματικότητα η σύζυγος και μούσα του Guediguian. Το γεγονός ότι το ζευγάρι γνωρίστηκε στο πανεπιστήμιο δίνει στην τρυφερή σκηνή όπου ο Michel εκφράζει δημοσίως τον έρωτα του μετά από 30 χρόνια στην Marie-Claire, μια αν μη τι άλλο, προσωπική διάσταση.

- Γενικά, ο Γαλλοαρμένιος σκηνοθέτης συνηθίζει να δουλεύει με τους ίδιους ηθοποιούς που τυχαίνει να είναι και στενοί του φίλοι. Ακούγεται λογικό και απόλυτα συνεπές με το μήνυμα της νέας του ταινίας: όταν είναι μαζί, οι άνθρωποι τα καταφέρνουν πάντα.

- Το τραγούδι «Les neiges du Kilimanjaro» ή απλώς «Kilimanjaro», που κυκλοφόρησε το 1966 και που εκτός από τον τίτλο το ακούμε και στην ταινία, ήταν η πρώτη διεθνής επιτυχία του Pascal Danel ο οποίος το έχει εκτελέσει σε 5 ακόμα γλώσσες μεταξύ των οποίων και στα ιαπωνικά!


Credits:
Σκηνοθεσία: Robert Guediguian
Σενάριο: Jean-Louis Milesi, Robert Guediguian
Παραγωγή: Robert Guediguian
Φωτογραφία: Pierre Milon (Afc)
Μοντάζ: Bernard Sasia
Κοστούμια: Juliette Chanaud
Πρωταγωνιστούν: Ariane Ascaride, Jean-Pierre Darroussin, Gerard Meylan, Maryline Canto, Gregoire Leprince-Ringuet
Διάρκεια: 90’


“Η γειτόνισσά μας πέθανε εψές. Θα ’ταν σαν έλειπες.
Άφησε πίσω δυο μικρά, μωρά παιδιά, ευάλωτα. Γουίλιαμ και Μαντελίν.
Το ένα απλά τραυλίζει, το άλλο μόλις που βαδίζει.”
Ο άνδρας έδειχνε βαρύς και στη γωνιά διωγμένος
Το γούνινο μπερέ του, στη θάλασσα και τη βροχή λουσμένο,
Πιάνοντας το κεφάλι, μουρμούρισε δειλά – τι τέλος!
“Έχουμε πέντε παιδιά, μ’ αυτό επτά” είπε αυτός.
“Και ήδη με αναβροχιά θα κοιμηθούμε
Χωρίς τροφή πολλές φορές το δίχως άλλο. Και το λοιπόν;
Δε φταίω εγώ. Μπορούνε και ατυχίες να συμβούνε.
Θα ’ταν επιθυμία του καλού Θεού. Τι να πω.
(…)
Σύρε και φέρ’ τα, γυναίκα. Θα φοβηθούν πολύ
αν με νεκρούς ξυπνήσουν μόνο.
Ήταν η μάνα τους που χτύπησε την πόρτα ,
Πρέπει να έρθουνε κοντά μας τα μικρά.
Αδέρφια θα γενούν για τα παιδιά μας,
Και στην αγκάλη μου θα μένουν στα ζεστά.
Μόλις στο σπίτι μας τους ξένους τούτους δει,
Ο Θεός θα δώσει άλλη τόση πια τροφή.
Θα κοπιάσω. Κρασί άλλο δε θα πιω-
Σύρε και φέρ’ τα. Γιατί διστάζεις, αγαπημένη;
Έτσι καμώνεσαι να προχωράς εσύ;
Κι εκείνη έκανε στην άκρη για να πει “Ήρθαν οι ξένοι!”

Βίκτωρ Ουγκώ, “Καλοί που είν’οι φτωχοί» (Les Pauvres Gens) (Απόδοση: Ντέση Βερβενιώτου)


Συνέντευξη με τον Robert Guediguian


Πως προέκυψε η ιδέα να χρησιμοποιήσετε το ποίημα του Victor Hugo «Καλοί που είν’ οι Φτωχοί», ως έναρξη για την ταινία σας;
Το 2005, καθώς έγραφα ένα κείμενο που καλούσε τον κόσμο να ψηφίσει κατά του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, έκανα μια αναφορά στους φτωχούς ανθρώπους στο ποίημα του Victor Hugo για να δείξω γενικά μια εικόνα «της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης». Αυτή ήταν η αφορμή για να ξαναδιαβάσω το ποίημα. Το τέλος του ποιήματος, το σημείο δηλαδή που ο φτωχός ψαράς αποφασίζει να υιοθετήσει τα παιδιά του πεθαμένου γείτονα και μετά ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του πήρε την πρωτοβουλία και είχε ήδη μαζέψει τα παιδιά στο σπίτι, σου σπαράζει την καρδιά. Τόση καλοσύνη, τόση μεγαλοψυχία είναι παραδειγματικές. Και ακόμα, υπάρχει αυτή η αμοιβαία κατανόηση, αυτή η τρυφερή χειρονομία ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, τον άνδρα και τη γυναίκα που είναι εξίσου γενναιόδωροι. Κατευθείαν σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο τέλος για ταινία. Έπρεπε μόνο να βρω ένα σύγχρονο μονοπάτι για να φτάσω στο τέλος.

Μετά από ένα θρίλερ (Lady Jane) και ένα ιστορικό φιλμ (The Army of Crime) επιστρέφετε στο είδος του φιλμ με το οποίο ξεκινήσατε.
Προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να πούμε μια ιστορία για έναν ψαρά από τη Βρετάνη τον 19ο αιώνα. Η ιδέα ήταν να κάνουμε μια ταινία για κάτι που συμβαίνει τώρα, στην Μασσαλία, με την Ariane Ascaride, τον Gerard Meylan και τον Jean-Pierre Darroussin. Και, όπως το 1980 με το «Last Summer», ή το 1997 με τον «Marius et Jeanette», ήθελα να συλλογιστώ και να κάνω μια εκτίμηση των πραγμάτων και των φτωχών ανθρώπων που έζησαν στη γειτονιά που γεννήθηκα, το Estaque. Επέστρεψα στο μέρος από όπου ξεκίνησα και παρατήρησα τον κόσμο για να δω πως είναι σήμερα, να αποσπάσω ίσως δύο η τρεις γενικές αλήθειες.

Πρόκειται για μια ταινία που για μια ακόμα φορά εξετάζει με έναν πραγματικό τρόπο το νόημα της λέξης «ομάδα».
Για μένα, ένα από τα πιο σοβαρά θέματα στη σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν υπάρχει πια ταξική συνείδηση. Με την έννοια ότι δεν μπορείς πια καν να πεις «εργατική τάξη», γι’ αυτό μιλάω για «φτωχούς ανθρώπους». Αλλά, η πραγματική επίγνωση του να είναι κανείς «φτωχός άνθρωπος» δεν υπάρχει. Όπως είναι η κατάσταση, δεν υπάρχουν πια στην Γαλλία αυτές οι τεράστιες βιομηχανικές οντότητες όπου το ΄70 και το ΄80, τρεις χιλιάδες εργάτες θα έβγαιναν από το εργοστάσιο. Η ταξική συνείδηση εκείνον τον καιρό ήταν όχι μόνο πιθανή, αλλά και
ευνόητη: την ενσάρκωναν οι χιλιάδες άνθρωποι με τις εργατικές φόρμες, αυτοί οι εργάτες «με τα μπλε κολάρα». Και, φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαζί , είχαν κοινά συμφέροντα, ακόμα και όταν είχαν διαφορετικές ταυτότητες. Δεν είναι δύο τύποι πληθυσμών: oι αυτόχθονες, εργαζόμενοι, που ανήκουν σε σωματεία και έχουν σπίτια από την μία, και από την άλλη οι άνεργοι μετανάστες, οι εγκληματίες από το κέντρο της πόλης ή τα φτωχά προάστια. Η πολιτική και το σινεμά μπορούν να ξεσκεπάσουν αυτή την διανοητική απάτη.

Και σε θέματα φόρμας επίσης, επιστρέψατε σε ένα ηλιόλουστο, φωτεινό φιλμ, με τη θάλασσα και τα τζιτζίκια.
Και δεν είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε ήχο τζιτζικιών στο μιξάζ από την εποχή του «Marie-Jο and her two lovers”. Στις πέντε τελευταίες ταινίες μου έχω εξερευνήσει στυλ με τα οποία δεν ήμουν εξοικειωμένος. Τώρα επέστρεψα! Μετά από πρόταση του Pierre Milon, του διευθυντή φωτογραφίας μου, επιστρέψαμε μάλιστα σε κάμερα super 16, αντί για ψηφιακή, που είχα χρησιμοποιήσει στις δύο προηγούμενες ταινίες μου. Και χαρήκαμε που το κάναμε: έδωσε μια ζεστασιά στην εικόνα, έναν κόκκο, κάτι που ήταν πιο ζωντανό. Επέστρεψα σε αυτό που αποκαλώ «τα βασικά», σε στυλ και περιεχόμενο. Η διαφορά είναι ότι στο «Last Summer», οι χαρακτήρες ήταν 25 χρονών, όπως και εγώ τότε, και στο «Marius et Jeannette» ήταν λίγο πάνω από 40 και τώρα είναι γύρω στα 50, γιατί κι εγώ τώρα είμαι γύρω στα 50.

Η Marie-Claire και ο Michel, οι χαρακτήρες που υποδύονται οι Ariane Ascaride και ο Jean-Pierre Darroussin έχουν παιδιά και εγγόνια;
Το να δουλέψω με δύο και όχι μόνο με μια γενιά θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Στο στάδιο συγγραφής του σεναρίου με τον Jean-Louis Milesi αποφασίσαμε ότι τα δύο κεντρικά ζευγάρια, που είναι κάποιας συγκεκριμένης ηλικίας, θα περιβάλλονταν από πολύ νέους χαρακτήρες. Ήθελα να σιγουρέψω ότι ο επιτιθέμενος δεν ήταν το μόνο άτομο της νεότερης γενιάς σε αντιπαράθεση με την Marie-Claire και τον Michel. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ των γενεών επίσης προκύπτει με τα παιδιά τους που δεν καταλαβαίνουν τις επιλογές των γονιών τους. Η Florence (η κόρη του ζευγαριού) και ο Gilles (ο γιός τους) έχουν αποσυρθεί στον οικογενειακό και φιλικό τους κύκλο, το οποίο για μένα ισούται με κάποιου είδους οπισθοδρόμηση. Δεν θέλουν να θέσουν τις μικρές τους ανέσεις σε κίνδυνο. Δεν θέλω να αποδώσω ευθύνες, έχουν και αυτοί το μερίδιο τους στις έγνοιες. Ο Gilles έχει χάσει τη δουλειά του στο ναυπηγείο, παρόλο που έχει βρει άλλη δουλειά από τότε, και ο σύζυγος της Florence έχει δουλειά στο Bordeaux. Ταξιδεύει συνεχώς για τη δουλειά, γεγονός που περιπλέκει την καθημερινότητα τους. Ας πούμε ότι έχουν χάσει την ικανότητα να αισθάνονται αγανάκτηση. Αντιλαμβάνομαι ότι οι άνθρωποι φοβούνται τα ρίσκα, γιατί κανείς δεν θέλει να χάσει αυτά που ήδη έχει, κάτι τέτοιο είναι θεμιτό. Αλλά στην ιστορία που διηγούμαστε, αυτή η ανικανότητα να αντιδράσουν είναι πολύ σοβαρή, και είναι οι γονείς τους αυτοί που τους δίνουν ένα μάθημα θάρρους στο τέλος.

Ο επιτιθέμενος, παρόλο που ανήκει στην ίδια γενιά με τη Florence και τον Gilles, παλεύει με μια άλλη πραγματικότητα.
Για τις νεότερες γενιές, σε ό,τι αφορά τους «νεόπτωχους», θέλαμε να μιλήσουμε για αυτούς που εντελώς χτυπημένοι από την φτώχεια είναι πιο επαναστατημένοι από τους κύριους χαρακτήρες που έχουν βρει μια εύθραυστη ισορροπία, μόνο και μόνο επειδή οι συνθήκες τους επέτρεψαν να το κάνουν, αποσυρόμενοι σε μια εσωτερική μοναχικότητα μέσα στην μικρότερη ομάδα που υπάρχει, την οικογένεια. O Christopher, από την μεριά του, ξεπερνάει το όριο, επειδή δεν έχει άλλη επιλογή, καθώς ανακαλύπτουμε ότι πλήρωσε το ενοίκιο του με τα χρήματα που έκλεψε και ότι η οικογένεια του είναι στην πραγματικότητα τα δύο αδέλφια που μεγαλώνει μόνος του.

Η επιθετικότητα σε βάρος της Marie-Claire και στον Michel είναι σαν ηλεκτροσόκ για αυτούς.
Τους χτυπάνε, με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά και με την ηθική έννοια. Αυτό τους συμβαίνει σε μια στιγμή που δεν τους περνούσε από το μυαλό ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τους συμβεί. Δέχονται επίθεση από κάποιον δικό τους, και αυτό τους καταστρέφει πνευματικά, σε σχέση με αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν σε όλη τους τη ζωή. Παρόλο που έχουν λίγα υλικά αγαθά, μπορούν, στο τέλος μια ζωής μόχθου, να νιώσουν ότι «τα κατάφεραν». Όλοι οι πολιτικοποιημένοι ειδικοί των σωματείων το έχουν προσέξει αυτό: υποβαλλόμαστε σε υποβάθμιση του κοινωνικού status. Είναι η πρώτη φορά, ιστορικά, που ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια γένια που δεν θα ζήσει τόσο καλά όσο οι γονείς της.

Η Marie-Claire και ο Michel συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν κάποιοι ακόμα πιο φτωχοί από αυτούς. Και ότι πάντα θα είμαστε πλουσιότεροι σε σύγκριση με άλλους. Είναι αυτό που τους κάνει να επανεξετάσουν το νόημα του θάρρους που παραθέτει ο Michel, όπως το όρισε ο Jaures σε μια ομιλία του;
Αυτή η ταινία είναι μια διασταύρωση του Victor Hugo με τον Jaures. Πιστεύω ότι το πρώτο σοβαρό βιβλίο που διάβασα μικρός ήταν «οι Άθλιοι», από τους «Famous Five» πήγα κατευθείαν στον Victor Hugo. Και μόλις έγινα ακτιβιστής, ο Jaures έγινε αυτόματα πιο σημαντικός για μένα μέσα από αυτό το κείμενο που είναι απόσπασμα από την ομιλία του στην νεολαία του Albi, πανέμορφα γραμμένο και αξιοσημείωτο από κάθε άποψη. Σε αυτήν την ομιλία ο Jaures ορίζει το θάρρος με διάφορους τρόπους, με ένα ρητορικό στυλ που αποτελείται από την επανάληψη του «Θάρρος είναι…» στην αρχή κάθε φράσης. Και δίνει έμφαση στο γεγονός ότι θάρρος σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη και σε ατομικό επίπεδο, επιμένοντας στη σύνδεση μεταξύ της ζωής ενός ατόμου με την ομάδα, και του ατόμου με την κοινωνία. Το θάρρος δεν υπάρχει μόνο μέσα στο πλαίσιο της ομάδας. Υπάρχει θάρρος σε όλους μας καθημερινά, στον τρόπο που λειτουργούμε, στις συνήθειες μας και στην ηθική μας. Η Marie-Claire και ο Michel λένε στους εαυτούς τους ότι πρέπει να κάνουν κάτι. Έχουν περάσει τη ζωή τους με συλλογικούς αγώνες, αλλά συνειδητοποιούν ότι αυτό δεν είναι πια αρκετό.

Όταν ο Christophe επισημαίνει πόσο άδικη ήταν η κλήρωση (η ταινία ξεκινάει με μία κλήρωση που καθορίζει ποιοι θα απολυθούν ), ο Michel, o βετεράνος του σωματείου είναι τρομερά ταραγμένος.
Δεν είναι μόνο ταραγμένος: ο Michel πιστεύει ότι δεν έχει κάνει λάθος, άρα έχει δίκιο. Αυτό που προτείνει ο Christophe, το να εξεταστεί η κάθε περίπτωση ξεχωριστά, είναι πιο δίκαιο. Αυτός ο νεαρός εφαρμόζει τον κομμουνισμό χωρίς να το καταλαβαίνει.

Σχετικά με την εκδίκηση, η ανάγκη να τιμωρηθεί ο κακός, η αντίδραση του Raoul (ο φίλος του Michel που δέχεται και αυτός επίθεση) είναι πολύ βίαιη, παρόλα αυτά πολύ κοινή, έτσι δεν είναι;
Οι άνθρωποι που αντιδρούν έτσι δεν είναι απαραίτητα ακροδεξιοί. Είναι σπλαχνικό και ανεξάρτητο από την πολιτική θέση κάποιου. Και για μένα, λυπηρό. Έτσι νομίζει και ο Michel. Αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει να αλλάξει σε κάθε επίπεδο: η πυρηνική ενέργεια, η θέση των γυναικών, η σεξουαλικότητα, η τιμωρία στο κοινωνικό πλαίσιο. Εν συντομία, όλα τα θέματα που δεν φαίνεται να αποτελούν μέρος των κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών υποθέσεων, αλλά που στην πραγματικότητα είναι.

Σε αυτήν την ταινία, όπως συμβαίνει συχνά στις ταινίες σας, επιπλέον των σοβαρών θεμάτων που εγείρουν, υπάρχουν και μικρά θέματα: η εκπαίδευση των παιδιών στο να τρώνε σαρδέλες, το μποϊκοτάζ ενός χασάπη που φέρεται άσχημα, το να μιλάς σε μια γριά, απομονωμένη γυναίκα στην μέση της νύχτας…
Στη ζωή αγαπώ τα αμέτρητα τετριμμένα πράγματα που συμβαίνουν κάθε μέρα: o καφές, οι παραγγελίες, οι συζητήσεις… Στις ταινίες, είναι οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που μπαίνουν στην αφήγηση και της δίνουν επίπεδα και βάθος. Πάντα έγραφα καθημερινές σκηνές, δεν τις βαριέμαι ποτέ. Τις γυρίζω, τις κόβω και τις μοντάρω με πολύ απλό τρόπο για να πω ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από αυτό που είναι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη επιτήδευση: η ίδια η ζωή! Γεγονός που δεν με εμποδίζει από το να κάνω πλάκα με τον εαυτό μου κάπου κάπου, και να ανακαλύπτω ότι μπορώ να το παρακάνω και λιγάκι. Στην ταινία υπάρχουν πολλά παϊδάκια, σαρδέλες και λουκάνικα… «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι σίγουρα η ταινία με τα περισσότερα μπάρμπεκιου σε όλη την ιστορία του σινεμά.

Στην ταινία, το μόνο πράγμα που μοιράζεται απλόχερα είναι η θάλασσα που φαίνεται από τα παράθυρα όλων των σπιτιών.
Ναι. Αλλά η θάλασσα εκπροσωπεί και την άποψη τους για τον κόσμο της δουλειάς. Και άλλοι έχουν δουλειά, άλλοι δεν έχουν! Κάθε παράθυρο βλέπει τους τεράστιους γερανούς στο λιμάνι της Μασσαλίας. Όταν ψάχναμε για τοποθεσίες γυρίσματος, επικεντρωθήκαμε σε μια επιλογή από διαμερίσματα σε σχέση με τους γερανούς: συμβολικά η αφήγηση ξεκινάει από εκεί, με την πρώτη σκηνή της απόλυσης στην προκυμαία. Από το σπίτι του Michel και της Marie-Claire, από το σπίτι των παιδιών τους, από το σπίτι του Raoul και της Denis, από το σπίτι του Christophe, ακόμα και από το σπίτι της κυρίας Iselim (η ηλικιωμένη κυρία που φροντίζει η Marie-Claire), οι γερανοί, η θάλασσα και τα πλοία φαίνονται. Όλοι αυτοί οι κόσμοι είναι διαφορετικοί. Υπάρχει ο κόσμος των εργατών, το σύμπλεγμα κατοικιών με πύλη για τους νεόπλουτους, και οι ετοιμόρροπες πολυκατοικίες των χαμηλών εισοδημάτων… Αλλά η θέα είναι η ίδια από όλα τα μέρη.

Οι λήψεις είναι πιο γενναιόδωρες από πριν, για παράδειγμα, ό,τι γεμίζει το κάδρο, το σκηνικό, ο τρόπος που μπαίνουν οι ηθοποιοί στη σκηνή.
Είναι γιατί μεγάλωσα! Δεν είναι τόσο γυμνό όσο παλιά. Αφήνω τα πράγματα να συμβούν, να αναπνέουν. Αφήνω τις λήψεις να ζουν… ίσως γιατί συνήθιζα να τις πιέζω, να τις εμποδίζω λιγάκι. Πάντα έλεγα ότι σκηνοθετώ τους ηθοποιούς σαν να τους έδινα κατευθύνσεις στην εθνική οδό: πήγαινε από εδώ, πήγαινε από κει. Αλλά σήμερα, πιστεύω ότι τους δίνω περισσότερη ελευθερία, να αλλάξουν λωρίδα, όπως το αισθάνονται. Τους συνοδεύω, χορεύω μαζί τους… Και μιας και το είπαμε αυτό, να πούμε ότι επανακτώ τον έλεγχο στο μοντάζ. Σχεδόν ποτέ δεν γυρίζω μεγάλα πλάνα. Κόβω πολύ υλικό, επιτρέποντας στον εαυτό μου διάφορες επιλογές κατά τη διάρκεια του μοντάζ.

Στο γύρισμα, η ταινία λεγόταν «Kαλοί που είν’ οι φτωχοί», στο τέλος διαλέξατε τον τίτλο «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο»…
Το « Καλοί που είν’ οι φτωχοί» και η αναφορά στον Hugo εμφανίζεται στο τέλος, σε μια κάρτα που προηγείται των τίτλων τέλους και έτσι βγάζει περισσότερο νόημα και έχει μεγαλύτερη δύναμη από το να μπει στην αρχή. «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» επικαλούνται αυτό τον αφανή κόσμο, παρόλο που είμαστε στο Estaque. Και αυτό είναι το τραγούδι που τα εγγόνια του ζευγαριού τραγουδάνε στην επέτειο του γάμου τους. Η ιδέα του να χαρίσει όλη η ομάδα ένα ταξίδι στην Τανζανία στο ζευγάρι εκπροσωπείται από αυτό το τραγούδι. Πάντα μου άρεσε η pop μουσική, χρονολογεί τα πράγματα, μικρά και μεγάλα, πολύ καλύτερα από τον άνθρακα 14 (ισότοπο ευρέως διαδεδομένο για τη χρονολόγηση αντικειμένων)! Και θα ήθελα να αναφέρω ότι είδα τον Pascal Danel να τραγουδάει αυτό το τραγούδι live στη σκηνή τη δεκαετία του 60. Η Marie-Claire και ο Michel είναι της γενιάς του Pascal Daneλ, όπως επίσης της γενιάς του Joe Cocker, του οποίου η ερμηνεία του «Many Rivers to Cross» ακούγεται στην ταινία.

Η ταινία λαμβάνει υπόψη της τις μεταμορφώσεις και την εξέλιξη του κόσμου, αλλά και τις δικές σας, και για αυτό ρωτάει ο Michel τι θα νόμιζαν για αυτόν και την γυναίκα του οι ίδιοι στα είκοσι τους χρόνια;
Είναι μια ερώτηση που η Ariane και εγώ, όπως και μερικοί άλλοι, κάνουμε στον εαυτό μας… Πάντα προχωράω μπροστά αναρωτώμενος τι θα σκεφτόταν ο εικοσάχρονος εαυτός μου για αυτό που έχω γίνει τώρα. Και στα 20 ήμουν, όπως ίσως μαντέψατε, υπερβολικός, επαναστατημένος. Θα έλεγα ακόμα, ότι υποχρέωσα τον εαυτό μου να ενεργώ με τέτοιο τρόπο που ο νεαρός που κάποτε υπήρξα να έχει πάντα καλή εντύπωση για αυτό που έχω γίνει: λες και ο εικοσάχρονος εαυτός μου είναι ο Jiminy Cricket (πιστός σύντροφος του Πινόκιο), η συνείδηση μου…

Δανειζόμενος κάτι από τον Malraux, δηλώσατε ότι «Η ταινία του κάθε ανθρώπου είναι μια ταινία που αποκαλύπτει στους ανθρώπους το μεγαλείο που έχουν μέσα τους».
Και το πιστεύω περισσότερο από ποτέ. Στο μυαλό μου, η ελπίδα βρίσκεται μέσα σε τέτοιους ανθρώπους. Αποκαλέστε τους «άγιους» ή «δίκαιους», σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν άνθρωποι σαν αυτούς. Η ελπίδα βρίσκεται στην συμφιλίωση όλων των φτωχών ανθρώπων. Και φαντάζομαι, προφανώς, ως επίλογο στην ταινία μου, ότι όταν βγει από τη φυλακή ο Christophe θα συνδεθεί με τον Michel και τους υπόλοιπους και θα συνεχίσουν την μάχη. Μαζί.
Συμμετέχουν
Ariane Ascaride
Marie-Claire
Ζαν-Πιέρ Νταρουσέν
Michel
Gérard Meylan
Raoul
Marilyne Canto
Denise
Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρινγκέ
Christophe
Αναΐς Ντεμουστιέρ
Flo
Adrien Jolivet
Gilles
Robinson Stévenin
Le commissaire
Karole Rocher
La mère de Christophe
Julie-Marie Parmentier
Agnès
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551