Αναζήτηση
Τζακ Λόντον (Jack London) βιογραφία, βιογραφικό - iShow.gr
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΝΕΑ
Γέννηση
02/01/1876
Θάνατος
22/11/1916
Ηλικία
40
Βιογραφικό
Ο Τζακ Λόντον, (2 Ιανουαρίου 1876 - 22 Νοεμβρίου 1916) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έγραψε πάνω από 50 βιβλία, όπως «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», «Μάρτιν Ήντεν», «Ο θαλασσόλυκος», «Οι άνθρωποι της αβύσσου» κ.α. Πρωτοπόρος στην αγορά της εμπορικής μυθιστοριογραφίας σε λαϊκά περιοδικά, υπήρξε από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που έκανε τεράστια οικονομική περιουσία μόνο από την συγγραφή βιβλίων.

Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1876 στο Σαν Φρανσίσκο και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916.
Ο Τζακ Λόντον πιθανότατα να είχε στην αρχή της ζωής του το επώνυμο Chaney, επειδή ως βιολογικός πατέρας του φέρεται ο αστρολόγος Γουίλιαμ Τσάνεϋ. Εντούτοις τα μητρώα του Σαν Φρανσίσκο και το σπίτι των γονιών του καταστράφηκαν σε σεισμό και δεν υπάρχουν πιστοποιητικά γάμου των γονέων του αλλά ούτε και πιστοποιητικό γέννησης του ίδιου. Μητέρα του ήταν πάντως η μουσικός και πνευματίστρια Φλώρα Γουέλμαν, μια ατίθαση και προοδευτική προσωπικότητα, με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Η Γουέλμαν έμεινε έγκυος και σύμφωνα με την ίδια, ο Τσάνεϋ της ζήτησε να προχωρήσει σε άμβλωση επειδή δεν ήθελε παιδιά. Εκείνη αρνήθηκε, και όταν ο Τσάνεϋ αποποιήθηκε οποιασδήποτε ευθύνης για το παιδί, η Γουέλμαν πάνω στην απελπισία της αυτοπυροβολήθηκε. Εντούτοις ούτε η απόπειρα αυτοκτονίας έφερε αποτέλεσμα και ο Τσάνεϋ την εγκατέλειψε. Τον Ιανουάριου του 1876 η Γουέλμαν γέννησε ένα γιο και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε το χήρο Τζον Λόντον, βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και μερικώς ανάπηρο, μεγαλώνοντας πλέον μαζί το νεογέννητο αγόρι της. Αυτός είχε δύο μικρές κόρες και αρκετά οικονομικά προβλήματα. Εντούτοις, αναγνώρισε το γιο της Γουέλμαν και τον κατέγραψαν στα μητρώα ως Τζόνι Λόντον (ο ίδιος άλλαξε το Τζόνι σε Τζακ όταν ενηλικιώθηκε).

Από τα παιδικά του χρόνια, ο Τζακ Λόντον ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η μητέρα του και ο Τζον Λόντον ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο γιο τους μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. Ο Τζακ Λόντον τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, όπου είχε μετακομίσει εν τω μεταξύ η οικογένεια.

Στις "Πρώτες Αναμνήσεις" του ο Λόντον γράφει:

Δεν θυμάμαι πότε έμαθα να γράφω ή να διαβάζω. Θαρρώ πως ήξερα και τα δύο πριν κλείσω τα πέντε. Πάντως θυμάμαι πως πρώτη φορά πήγα σχολείο στην Αλαμέντα, πριν εγκατασταθώ σε ένα αγρόκτημα με τους γονείς μου. Εκεί στο αγρόκτημα δούλεψα σκληρά, από 8 χρονών. Στ... Διαβάστε περισσότερα
α 15 ήμουν σωστός άνδρας και αν μου βρίσκονταν κανένα ψιλό, αγόραζα μπίρα και όχι γλυκά. Τώρα που έχω τα διπλάσια χρόνια, κυνηγάω την παιδική ηλικία που δεν είχα, και γι' αυτό μ' αρέσουν οι περιπέτειες.

Ο Λόντον είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες. Στα 15 χρόνια του έφυγε από το σπίτι του. Υπογραμμίζει πως δεν "το 'σκασε", αλλά πως "έφυγε".
Πήγε στο Σαν Φρανσίσκο και εκεί μπλέχτηκε με κάποιους "πειρατές στρειδιών". Είχε πολλές περιπέτειες με την αστυνομία, ώσπου βρέθηκε στο στρατόπεδο του Νόμου εναντίον των "πειρατών". Αργότερα μπάρκαρε σε ένα πλοίο που έφευγε να κυνηγήσει φώκιες, κι όταν ξαναγύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξε πολλά επαγγέλματα: ανθρακωρύχος, ακτοφύλακας, δημοσιογράφος κ.λπ.
Αλήτευε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε φυλακή επί αλητεία και τέλος γύρισε στο Όκλαντ.

Στα 19 μπήκε στο Γυμνάσιο, στην τελευταία τάξη. Δούλευε και σπούδαζε. Τον χρόνο που σπούδαζε έγραφε στο περιοδικό του σχολείου κι έτσι περνούσε τις μέρες του με μελέτη, δουλειά και γράψιμο. Η πρώτη ιστορία που δημοσίευσε είχε τίτλο Τυφώνας στις ακτές της Ιαπωνίας. Σε αυτήν περιέγραφε τις εμπειρίες του ως ναυτικός. Μελέτησε ακόμη 3 μήνες και έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ (Καλιφόρνια). Έτσι, το καλοκαίρι του 1896, έπειτα από εξοντωτικό διάβασμα τα κατάφερε. Ύστερα από τους πρώτους 6 μήνες του πρώτου του πανεπιστημιακού έτους, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο Τζακ Λόντον δούλευε την ημέρα σε ένα πλυντήριο, τη νύχτα έγραφε και έτσι σπανίως έβρισκε καιρό να παρακολουθεί μαθήματα. Το 1897 αναγκάστηκε να αφήσει το Πανεπιστήμιο χωρίς να κατορθώσει ποτέ να αποφοιτήσει. Ο Κίνγκμαν έγραψε: «δεν υπάρχουν αναφορές ότι ο Λόντον είχε δραστηριοποιηθεί συγγραφικά σε κάποιο φοιτητικό περιοδικό».

Σε ηλικία περίπου 20 χρόνων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο Λόντον δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας και απευθύνθηκε στον Τσάνεϋ. Αυτός υποστήριξε ότι δεν είχε παντρευτεί τη Γουέλμαν (παρ' ότι παντρεύτηκε πάνω από 4 φορές στη ζωή του) και ότι την εποχή που συζούσαν ήταν στείρος και δεν μπορούσε κατά συνέπεια να είναι ο πατέρας του. Υπαινίχθηκε επίσης ότι η Φλώρα Γουέλμαν στο ίδιο διάστημα διατηρούσε παράλληλες ερωτικές σχέσεις. Εντούτοις μία βιογράφος του Τζακ Λόντον, η Clarice Stasz σημειώνει ότι στα απομνημονεύματά του, ο Τσάνεϋ αναφέρεται στη Γουελμαν "ως σύζυγό του". Επίσης, ότι σε ένα δημοσίευμα της εποχής η μητέρα του συγγραφέα αποκαλείται "Φλώρα Γουέλμαν Τσάνεϋ". Ο Τσάνεϋ σύμφωνα με την Stasz, ήταν μια πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ασχολήθηκε κυρίως με την αστρολογία, αλλά και τη συγγραφή, τη δημιοσογραφία και πολλά άλλα επαγγέλματα.
Νομίζοντας πως είχε αποτύχει σε όλα, ο Τζακ Λόντον στις 25 Ιουλίου του 1897 έφυγε για το Κλοντάικ μαζί με τον κουνιάδο του, Τζέιμς Σέπαρντ, για να ψάξουν για χρυσό. Εκεί, στο μακρινό Βορρά, ο Λόντον είχε όλο τον καιρό να σκεφτεί.
Στο Κλοντάικ μάζεψε υλικό για πολλά βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το περίφημο Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης.
Όμως η περίοδος αυτή αποδείχθηκε επιβλαβής για την υγεία του Τζακ Λόντον. Όπως και τόσοι άλλοι που έζησαν την περίοδο αυτή του «πυρετού του χρυσού» σε συνθήκες υποσιτισμού, ο Λόντον προσβλήθηκε από σκορβούτο.
Τα ούλα του άρχισαν να πρήζονται με αποτέλεσμα τελικά να χάσει τέσσερα από τα μπροστινά του δόντια. Ταυτόχρονα είχε επίμονο πόνο στην κοιλιά και στους μυς των ποδιών και το πρόσωπό του είχε γεμίσει με πληγές και έλκη. Ευτυχώς για κείνον, αλλά και για άλλους που είχαν προσβληθεί από διάφορες ασθένειες, ο ιερωμένος Ουΐλιαμ Τζατζ, «Ο άγιος του Ντόσον» όπως τον αποκαλούσαν, παρείχε καταφύγιο, τροφή και κάθε δυνατή ιατρική φροντίδα. Έτσι, ο Λόντον μπόρεσε να αναρρώσει και μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή του σώθηκε χάρη στον Ιησουίτη ιερέα. Ο Τζακ Λόντον όπως είχε έλθει αιφνιδιαστικά στο Κλοντάικ έτσι και έφυγε. Ο δρόμος ήταν ανοικτός μπροστά του. Ήξερε πως έπρεπε να γράψει ό,τι είχε σκεφτεί, ό,τι αισθάνθηκε, ό,τι είχε κάνει και ό,τι είχε δει. Μέχρι τότε είχε στρέψει τη φλογερή του ενεργητικότητα στη δράση. Τώρα θα την έστρεφε στο γράψιμο.

Επιστρέφοντας στο Όκλαντ το 1898 ο Λόντον ενέτεινε τις προσπάθειές του για να μπει δυναμικά στο χώρο των εκδόσεων, κάτι που περιέγραψε αργότερα στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Μάρτιν Ήντεν». Ο Τζακ Λόντον υπήρξε στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, κυρίως διαβάζοντας βιβλία στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο.
Το 1885 διάβασε το μυθιστόρημα Signa της Ουίντα, που περιέγραφε τις περιπέτειες ενός ατίθασου αγροτόπαιδου, που κατόρθωσε να γίνει φημισμένος καλλιτέχνης της Όπερας.
Η επιτυχία αυτού του αγοριού τού ενέπνευσε τη λαχτάρα να πετύχει κι ο ίδιος στη λογοτεχνία.

Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός υπήρξε η επαφή του με τη βιβλιοθήκη του Όκλαντ και με την επιμελήτρια της βιβλιοθήκης, Ίνα Κούλμπριθ, η οποία αργότερα έγινε ένα από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στο λογοτεχνικό κύκλο του Σαν Φρανσίσκο. Επιπλέον, την περίοδο που ο Λόντον ζούσε στο Όκλαντ, συνάντησε τον ποιητή Τζωρτζ Στέρλινγκ και από εκείνη τη στιγμή οι δυο τους έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.

Το πρώτο αφήγημα του Τζακ Λόντον που δημοσιεύθηκε ήταν το «Πάνω στα ίχνη του ανθρώπου». Το περιοδικό Overland Monthly του πρόσφερε 5$ και ο Λόντον άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τη συγγραφική του καριέρα, βιοποριστικά πλέον.
Όταν οι εκδόσεις The Black Cat δέχονται το αφήγημά του «Χίλιοι θάνατοι» πληρώνοντας 40$, λέει κυριολεκτικά και λογοτεχνικά ήταν σωτηρία για μένα εκείνα τα πρώτα χρήματα που κέρδισα.

Ο Λόντον ευτυχώς βρισκόταν στην καταλληλότερη εποχή για τη συγγραφική του καριέρα. Ξεκίνησε τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση της μία νέα τυπογραφική τεχνολογία που μείωνε το κόστος στην έκδοση των περιοδικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκρηκτική ανάπτυξη στις πωλήσεις των περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας ενώ έκανε περιζήτητα τα αφηγήματα. Το 1900 ο Τζακ Λόντον κέρδισε 2.500$ από την πώληση των αφηγημάτων του. Η καριέρα του βρισκόταν πλέον σε πολύ καλό δρόμο.
Μεταξύ των αφηγημάτων που πώλησε σε περιοδικά, ήταν και τα «Batard» ή «Diable», δύο διαφορετικές εκδόσεις της ίδιας ιστορίας. Ένας σκληρός Γαλλοκαναδός φέρεται βάναυσα στο σκύλο του, ο οποίος αντεπιτίθεται και τον σκοτώνει. Ο Λόντον έλεγε άλλωστε ότι οι ενέργειες του ανθρώπου είναι η κύρια αιτία των αντιδράσεων των ζώων κι αυτό θα το αναδείκνυε και μέσα από τα έργα του.

Το 1902 ο Στέρλινγκ βοήθησε τον Λόντον να βρει σπίτι κοντά στο Piedmont. Στην αλληλογραφία που διατηρούσαν οι Λόντον και Στέρλινγκ, ο Λόντον τον προσφωνούσε «Έλληνα» εξ αιτίας της γαμψής μύτης του και του κλασικού του προφίλ, υπογράφοντας ως «Λύκος». Ο Λόντον αργότερα περιέγραψε τον φίλο του ως "Russ Brissenden" στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Μάρτιν Ήντεν» (1909) και ως "Mark Hall" στην «Κοιλάδα του Φεγγαριού» (1913).

Προς το τέλος της ζωής του ο Λόντον ήταν πλέον κάτοχος μιας μεγάλης βιβλιοθήκης αποτελούμενης από 15.000 τίτλους. Κάνοντας λόγο για αυτήν ανέφερε ότι «ήταν το μέσον της επιτυχίας» του."

Ο Λόντον είχε μεγάλη αυτοπειθαρχία παρά την αλήτικη ζωή του, τη φαινομενική της αταξία και την αγάπη του για την ελευθερία. Είχε ένα αυστηρό πρόγραμμα εργασίας, που το τηρούσε και εργαζόταν διαρκώς. Δεν εξαρτούσε την εργασία του από την έμπνευση. Είχε ένα καταπληκτικό ταλέντο στη ζωντανή περιγραφή. Στα διηγήματά του, μπορεί κανείς πραγματικά να ακούσει τον αναστεναγμό του ανέμου και το γαύγισμα του αγριόσκυλου στην ερημιά του χιονισμένου δάσους. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες από τη μαγεία της πρωτόγονης φύσης. Και πολλά από τα επεισόδια που αναφέρει είναι αληθινά και τα μάζεψε στη γεμάτη περιπέτειες ζωή του.

Τα ενδιαφέροντα, όμως, του Τζακ Λόντον ήταν πολλά και δεν εξαντλούνταν στη δουλειά που είχε διαλέξει. Του άρεσε ο αθλητισμός και λάτρευε την πυγμαχία, τη ξιφασκία, την κολύμβηση, την ιππασία και τη ναυσιπλοΐα.
Ο Τζακ Λόντον παντρεύτηκε την Μπες Μάντερν στις 7 Απριλίου 1900 την ίδια μέρα που δημοσιευόταν το αφήγημά του «Ο γιος του λύκου». Την Μπες την ήξερε πολλά χρόνια καθώς ήταν στο φιλικό του περιβάλλον. Η Stasz γράφει: «και οι δύο ήξεραν ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη, αλλά από φιλία και από την πίστη ότι θα έκαναν υγιή παιδιά.»
Ο Κίνγκμαν έλεγε: «ένοιωθαν άνετα όταν βρίσκονταν μαζί.
Ο Τζακ το είχε ξεκαθαρίσει στην Μπες ότι δεν την αγαπούσε αλλά την συμπαθούσε τόσο ώστε του ήταν αρκετό για να την παντρευτεί»
Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Τζακ Λόντον συνέχισε τη φιλία του με την συγγραφέα Άννα Στράνσκι, τη συνδημιουργό του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις», μιας νουβέλας που είχε ως θέμα την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ δύο γυναικών, που συζητούν φιλοσοφικά για την αγάπη. Η Άννα έγραφε σαν «Ντέιν Κέμπτον» που υποστήριζε τη ρομαντική πλευρά του γάμου και ο Τζακ σαν «Χέρμπερτ Γουέις», όπου υπερασπιζόταν την επιστημονική άποψη, επηρεασμένος από τον Δαρβινισμό και την Ευγονική. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί αυτοί αντίθετοι χαρακτήρες των δυο γυναικών, περιγράφονται ως:

[Η πρώτη γυναίκα είναι] τρελή, ακόλαστη, θαυμάσια, ανήθικη και γεμάτη ζωή. Το αίμα μου σφυροκοπά καυτό ακόμα τώρα που δημιουργώ το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας [η δεύτερη είναι] η περήφανη γυναίκα, η τέλεια μητέρα, το ζεστό αγκάλιασμα για ένα παιδί. Ξέρετε τον χαρακτήρα των γυναικών που όλοι τις ξέρουμε κι εγώ τις αποκαλώ σαν «μητέρες των ανθρώπων». Και όσο υπάρχουν στη γη τέτοιες γυναίκες θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στους ανθρώπους. Η μία είναι η ερωτική γυναίκα, αλλά η άλλη είναι η γυναίκα μητέρα, το υψηλότερο και το ιερότερο στην ιεραρχία της ζωής.

Η Γουέϊς δηλώνει:

«Σκοπεύω να εξετάσω την υπόθεσή μου με λογική … για ποιο λόγο παντρεύομαι τον Χέστερ Στέμπινς. Δεν με ωθεί μια αρχέγονη κτηνώδης σεξουαλική παρόρμηση, ούτε κάποια παρωχημένη ρομαντική τρέλα. Ο λόγος αυτής της σχέσης είναι βασισμένος στη λογική, στην υγεία και τη συμβατότητα. Ο νους μου θα απολαύσει αυτή τη σχέση»

Ο Λόντον εξηγώντας γιατί οδηγήθηκε σε ένα γυναικείο χαρακτήρα που σκοπεύει να παντρευτεί, εξηγεί μέσω της Γουέις:

«ήταν η φύση της Μητέρας που φωνάζει μέσα μας, στον κάθε άντρα και στην κάθε γυναίκα, ακατάπαυτα και αιώνια: «ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ»

Στη συζυγική τους ζωή, ο Τζακ, αποκαλούσε την Μπες χαϊδευτικά σαν «μητέρα-κορίτσι» κι εκείνη τον φώναζε «μπαμπά-αγόρι».
Το πρώτο τους παιδί, η Τζόαν, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1901 και το δεύτερο η Μπέσυ (αργότερα την φώναζαν Μπέκυ) στις 20 Οκτωβρίου 1902.

Σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα, του οποίου η Τζόαν Λόντον δημοσίευσε κάποια τμήματα στα απομνημονεύματά της, «Ο Τζακ Λόντον και οι κόρες του», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, είναι εμφανής η ευτυχία που ένοιωθε ο Λόντον μαζί με τα παιδιά του.
Ο γάμος του ήταν κάτω από συνεχές άγχος. Ο Κίνγκμαν (1979) λέει ότι από το 1903 «Η αποσύνθεση (…) φαινόταν αναπόφευκτη (…). Η Μπέσυ εξαιρετική γυναίκα αλλά οι δυο τους ήταν εξαιρετικά αταίριαστοι. Δεν υπήρχε αγάπη. Ακόμα και η συντροφικότητα και ο σεβασμός είχαν φύγει μετά το γάμο». Παρόλ' αυτά, «Ο Τζακ εξακολουθούσε να είναι τόσο καλός και ευγενικός με τη Μπέσυ, ώστε ο Τζον Κλούντσλεϊ, που ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι τους το Φεβρουάριο του 1903, δεν υποψιάστηκε τη διάλυση του γάμου τους.»
Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Νόελ (1940) «Η Μπέσυ ήταν η αιώνια μητέρα. Στην αρχή είχε αφοσιωθεί στον Τζακ, διορθώνοντας τα χειρόγραφά του και τις αδυναμίες του στη χρήση της γραμματικής, αλλά όταν ήρθαν τα παιδιά δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτά. Αυτά ήταν η πρώτη της επιλογή και αυτό ήταν το πρώτο της σφάλμα. Ο Τζακ παραπονέθηκε στον Νόελ και στον Τζωρτζ Στέρλινγκ ότι «εκείνη είχε αφιερωθεί στην αγνότητα. Όταν της λέω ότι η ηθική της είναι η μόνη απόδειξη της χαμηλής της πίεσης, εκείνη με μισεί. Για χάρη της καταραμένης της αγνότητας, είναι ικανή να πουλήσει εμένα και τα παιδιά. Είναι φοβερό. Κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι έπειτα από ξενύχτι, δεν με αφήνει να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί της.» Η Σταζ πίστευε αυτός ήταν ένας τρόπος της Μπέσυ να δείξει ότι φοβόταν μήπως ο Τζακ της μετέδιδε κάποια αφροδίσια αρρώστια από τις πόρνες με τις οποίες εκείνος κοιμόταν.

Στις 24 Ιουλίου 1903, ο Τζακ είπε στην Μπέσυ ότι θα έφευγε και έφυγε. Σε όλη τη διάρκεια του 1904 ο Τζακ και η Μπέσυ διαπραγματεύονταν τους όρους του διαζυγίου και στις 11 Νοεμβρίου 1904 υπέγραψαν το διαζύγιο. Μετά από το διαζύγιο με τη Μπέσυ, ο Τζακ παντρεύτηκε το 1905 την Τσάρμιαν Κίτρετζ. Ο βιογράφος Ρας Κίνγκμαν έγραψε ότι η Τσάρμιαν ήταν «η αδελφή ψυχή του Τζακ, το ιδανικό ταίριασμα».

Ο Τζακ σύγκρινε τη «γυναίκα μητέρα» και τη «γυναίκα σύντροφο» στο βιβλίο του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις». Αποκαλούσε χαϊδευτικά την Μπέσυ «μητέρα-κορίτσι» και την Τσάρμιαν «γυναίκα-σύντροφο»
Η θεία και θετή μητέρα της Τσάρμιαν, Βικτώρια Γούντχολ, την είχε αναθρέψει χωρίς σεμνοτυφία.
Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι υπαινίσσονται την ασυγκράτητη σεξουαλικότητα της Τσάρμιαν. Ο Νόελ γράφει πονηρά "a young woman named Charmian Kittredge began running out to Piedmont with foils, still masks, padded breast plates, and short tailored skirts that fitted tightly over as nice a pair of hips as one might find anywhere". Η Stasz λέει ξεκάθαρα «η διαπίστωση ότι η κομψή και ευπρεπής κυρία ήταν, στις ιδιωτικές τους στιγμές, γεμάτη πάθος και σεξουαλικότητα ήταν σαν την ανακάλυψη ενός μυστικού θησαυρού.» και ο Κέρσοου με χυδαίο τρόπο "At last, here was a woman who adored fornication, expected Jack to make her climax, and to do so frequently, and who didn't burst into tears when the sadist in him punched her in the mouth."

Ο Νόελ (Noel) (1940) αποκαλεί τα γεγονότα από το 1903 ως το 1905 «ένα οικογενειακό δράμα που θα συγκινούσε την πένα του Ίψεν». "Σε γενικές γραμμές ο Τζακ δεν υπήρξε πιστός στους γάμους του και συχνά επιζητούσε τις εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις. Στην Τσάρμιαν βρήκε όχι μόνο μια τολμηρή, δραστήρια και σεξουαλική σύντροφο, αλλά και σύντροφο της ζωής του μέχρι τον θάνατό του."
Προσπάθησαν να κάνουν παιδιά. Παρ΄όλα αυτά, ένα παιδί πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού και μία άλλη εγκυμοσύνη διακόπηκε με αποβολή.

Το 1910 ο Τζακ Λόντον αγόρασε ένα αγρόκτημα 1.000 στρεμάτων (4 χλμ²) στο Γκλεν Έλεν της Καλιφόρνια για 26.000$. Ο ίδιος έλεγε γι’ αυτό, ότι «μετά τη σύζυγό μου, το αγρόκτημα είναι για μένα το πιο αγαπημένο πράγμα στον κόσμο».
Πάσχισε πολύ για να καταστήσει το αγρόκτημα μια πετυχημένη οικονομικά επιχείρηση. Η συγγραφή ήταν πάντοτε επικερδής για το Λόντον, αλλά τώρα πλέον έγινε ο μοναδικός του σκοπός: «Δεν γράφω για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να προσθέσω περισσότερη ομορφιά σ' αυτό. Τώρα πια γράφω ένα βιβλίο με μοναδικό σκοπό να προσθέσω τρία ή τετρακόσια στρέμματα στο θαυμάσιο κτήμα μου.»

Μετά το 1910 τα λογοτεχνικά έργα του Λόντον ήταν συνήθως έργα εμπορικά, που γράφτηκαν από την ανάγκη του να εξασφαλίσει τα κατάλληλα έσοδα για την συντήρηση του αγροκτήματος. Η Τζόαν Λόντον έγραψε ότι μετά το 1910 «λίγοι κριτικοί ασχολήθηκαν για να ασκήσουν κριτική πάνω στο έργο του Λόντον, γιατί πλέον ήταν ολοφάνερο ότι ο Τζακ δεν προσπαθούσε πια να γράψει καλά.»

Η Stasz έχει γράψει ότι ο Λόντον «είχε βαθειά μέσα του το αγροτικό όραμα το οποίο εξέφρασε στα λεγόμενα «αγροτικά» μυθιστορήματά του, και σε νεότερη έκδοση του «Μάρτιν Ήντεν». Αυτοδίδακτος στους τρόπους καλλιέργειας της γης, μελετώντας τα διάφορα επιστημονικά εγχειρίδια και γεωργικά βιβλία, συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός συστήματος για την αγροτική εξέλιξη τέτοιο, ώστε σήμερα θα επιδοκιμάζονταν για την οικολογική του θεώρηση».Ένοιωθε περήφανος για την δημιουργία του πρώτου σιλό (αποθήκη σιτηρών) στην Καλιφόρνια, το οποίο σχεδίασε μόνος του, μετατρέποντάς το σε αποθήκη, από ένα πρώην κυκλικό χοιροστάσιο. Ήλπιζε να κατορθώσει και να προσαρμόσει τη με φρόνηση καλλιέργεια ασιατικής γης, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το αγρόκτημα ήταν, από κάθε πλευρά μια κολοσσιαία αποτυχία. Αναλυτές που είδαν με συμπάθεια την προσπάθειά του αναφέρουν ως αιτίες της αποτυχίας την κακή τύχη και τα ξεπερασμένα μέσα που χρησιμοποιούσε. Όσοι ήταν επικριτικοί μαζί του, όπως ο Κέβιν Σταρ, πιστεύουν ότι ο Λόντον υπήρξε απλά ένα κακός διαχειριστής της επιχείρησης, γεγονός που γινόταν περισσότερο έντονο εξαιτίας του αλκοολισμού του. Μεταξύ του 1910 και 1916, έλειπε από το αγρόκτημα 6 μήνες τον χρόνο εξαιτίας διαφόρων δραστηριοτήτων.
Ήθελε να δείχνει μεγάλος και δυνατός διευθυντής, αλλά ήταν ανεπαρκής στις λεπτομέρειες. Όσοι δούλευαν για τον Λόντον, οι εργάτες του, γελούσαν με τις προσπάθειές του να δείξει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας ενώ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το χόμπι ενός πλούσιου ανθρώπου.

Ο Τζακ Λόντον έζησε ολοκληρωτικά τη ζωή του και ήταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει τον εαυτό του και την περιουσία του σ' εκείνους που συμπαθούσε.
Πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916, σε ηλικία 40 ετών.
Το ιδανικό αγρόκτημα του Τζακ Λόντον είναι τώρα το National Historic Landmark.

Ο Τζακ Λόντον κατηγορήθηκε πολλές φορές για λογοκλοπή κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Γινόταν στόχος για τέτοιες κατηγορίες όχι μόνο επειδή ήταν επιτυχημένος συγγραφέας αλλά και λόγο του τρόπου με τον οποίο εργαζόταν.

Σε μια επιστολή που έγραψε στον Έλβιν Χόφμαν, του έλεγε «expression, you see—with me—is far easier than invention.» Αγόραζε την πλοκή για τις ιστορίες του από το νεαρό Σίνκλαιρ Λιούις και χρησιμοποιούσε στοιχεία που συνέλλεγε από εφημερίδες και περιοδικά για να βασίσει τις ιστορίες.
Ο Γιανγκ Έγκερτον υποστήριξε ότι η ιστορία του Λόντον «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» ήταν αντιγραφή από το βιβλίο του ίδιου με τίτλο «My Dogs in the Northland». Ο Λόντον απάντησε ότι είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το βιβλίο του Έγκερτον ως πηγή άντλησης στοιχείων και του έγραψε μια επιστολή ευχαριστώντας τον.

Τον Ιούλιο του 1902 δημοσιεύτηκαν τον ίδιο μήνα δυο μυθιστορήματα. Το «Moon-Face» του Τζακ Λόντον στο περιοδικό San Francisco Argonaut και το «The Passing of Cock-eye Blacklock» του Φρανκ Νόρις στο περιοδικό Century.
Οι εφημερίδες σύγκριναν τις δύο ιστορίες τις οποίες ο Λόντον χαρακτήριζε ως «αρκετά διαφορετικές στον τρόπο που είχαν δουλευτεί, αλλά προφανώς ίδιες στην κεντρική ιδέα».
Ο Τζακ Λόντον διευκρίνισε ότι και οι δυο συγγραφείς είχαν βασίσει την ιστορία τους στις ίδιες περιγραφές των εφημερίδων. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι ακόμη ένας συγγραφέας, ο Τσαρλς Φόρεστ Μακλάρεν, είχε δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο ίδιο γεγονός.

Ο Τζακ Λόντον έγινε σοσιαλιστής σε ηλικία 20 ετών. Πριν απ' αυτό, ήταν γεμάτος αισιοδοξία που προερχόταν από τη δύναμη και την υγεία που τον κατέκλυζε. Ήταν ένας τραχύς ατομιστής, που αγωνίστηκε σκληρά για να τα καταφέρει σε κάθε βήμα της ζωής του.
Αλλά, όπως περιγράφει στο δοκίμιό του «Πώς έγινα Σοσιαλιστής», τα μάτια του άνοιξαν καθώς ανακατεύτηκε και συναναστράφηκε με τον κόσμο, τους φτωχούς και τους άπορους. Η αισιοδοξία που ένοιωθε εξανεμίστηκε και ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναδούλευε πιο σκληρά απ' όσο έπρεπε. Γράφει ότι σταμάτησε να είναι ατομιστής και αναγεννήθηκε σε σοσιαλιστή προσχωρώντας αρχικά στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1896.
Το 1901 άφησε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής.

Το 1896, στα «Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο», εξιστορεί ότι όταν ήταν 20 ετών έδινε ομιλίες μπροστά σε κόσμο για τον Σοσιαλισμό, τις νύχτες στο πάρκο του Όκλαντ και ότι συνελήφθη γι' αυτές τις δραστηριότητες το 1897.

Έθεσε, ανεπιτυχώς, υποψηφιότητα ως Σοσιαλιστής υποψήφιος δήμαρχος στις εκλογές του 1901 στο Όκλαντ, λαμβάνοντας μόνο 245 ψήφους, και το 1905, σε επόμενη υποψηφιότητα, έλαβε 981 ψήφους. Έκανε περιοδείες σε ολόκληρη την χώρα μιλώντας για τον σοσιαλισμό και δημοσίευσε αυτές τις ομιλίες σε μια συλλογή δοκιμίων (Ο Πόλεμος των Τάξεων το 1905 και Επανάσταση και άλλα δοκίμια το 1910).
Συχνά υπέγραφε τις επιστολές του με το «Ημέτερος για την Επανάσταση».
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551