Αναζήτηση
Νικ Ντρέικ (Nick Drake) βιογραφία, βιογραφικό - iShow.gr
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΝΕΑ
Γέννηση
19/06/1948
Θάνατος
25/11/1974
Ηλικία
26
Βιογραφικό
Ο Νικ Ντρέικ (19 Ιουνίου 1948 – 25 Νοεμβρίου 1974) ήταν Άγγλος τραγουδοποιός και μουσικός, γνωστός για τις μελαγχολικές και εσωστρεφείς συνθέσεις του.
Διακρίθηκε κυρίως στην ακουστική κιθάρα και στο πιάνο, ενώ στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του χρησιμοποίησε περιστασιακά κλαρινέτο και σαξόφωνο. Αν και η μουσική του δεν είχε απήχηση σε ευρύ ακροατήριο ενόσω ζούσε, μετά το θάνατο του άρχισε να αναγνωρίζεται ολοένα περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους πλέον επιδραστικούς Βρετανούς συνθέτες.

Σε ηλικία είκοσι ετών, υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Island Records και κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του, με τίτλο Five Leaves Left. Μέχρι το 1972 ηχογράφησε δύο ακόμα δίσκους, οι οποίοι δεν κατάφεραν να πουλήσουν περισσότερα από πέντε χιλιάδες αντίτυπα κατά τη διάρκεια της πρώτης κυκλοφορίας τους. Ο δισταγμός του Ντρέικ έναντι των ζωντανών εμφανίσεων αλλά και των δημόσιων συνεντεύξεων, συνέβαλαν στην απουσία εμπορικής επιτυχίας. Έπασχε από κατάθλιψη και αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του προβλήματα αϋπνίας, θέματα που αντικατοπτρίστηκαν στους στίχους των τραγουδιών του.
Με την ολοκλήρωση του τρίτου προσωπικού δίσκου, με τίτλο Pink Moon, απείχε από τις ζωντανές εμφανίσεις και τις ηχογραφήσεις και αποσύρθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του στο Warwickshire.
Στις 25 Νοεμβρίου 1974, πέθανε από υπερβολική δόση συνταγογραφημένου αντικαταθλιπτικού.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, υπήρξε περιορισμένο ενδιαφέρον για τη μουσική του Ντρέικ. Η επανεξέταση του έργου του ξεκίνησε κυρίως το 1979, με την κυκλοφορία του δίσκου Fruit Tree. Μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, αναγνωριζόταν ως επιρροή σημαντικών καλλιτεχνών του είδους του, όπως του Ρόμπερτ Σμιθ του συγκροτήματος των Cure και του Πίτερ Μπακ των R.E.M.. To 1985, το συγκρότημα The Dream Academy αναρριχήθηκε στους καταλόγους πωλήσεων της Βρετανίας και των ΗΠΑ με το τραγούδι "Life in a Northern Town", αφιερωμένο στη μνήμη του Ντρέικ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, θεωρήθηκε από τον βρετανικό τύπο ως κύριος εκπρόσωπος μιας γενιάς «καταραμένων ρομαντικών» μουσικών, ενώ συχνά αναφέρθηκαν σε εκείνον ερμηνευτές και τραγουδοποιοί όπως η Κέιτ Μπους, ο Πολ Γουέλερ και οι Black Crowes.
Η πρώτη βιογραφία του Ντρέικ γράφτηκε το 1997 και τον επόμενο χρόνο ακολούθησε η ταινία A Stranger Amongst Us, αφιερωμένη στη ζωή του. Το 2000, η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen χρησιμοποίησε για διαφημιστικούς σκοπ... Διαβάστε περισσότερα
ούς το τραγούδι Pink Moon του Ντρέικ, και μέσα σε διάστημα ενός μήνα, οι πωλήσεις των δίσκων του ξεπέρασαν σε αριθμό εκείνες που είχαν σημειωθεί τα προηγούμενα τριάντα χρόνια. Όλα τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε συγκαταλέγονται στον κατάλογο των 500 σημαντικότερων δίσκων όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone.

Ο Νίκολας Ρόντνεϊ Ντρέικ γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1948, γόνος μεσοαστικής οικογένειας, και μεγάλωσε στο Rangoon της Μπούρμα. Ο πατέρας του, Ρόντεϊ Ντρέικ (1908–88), είχε εγκατασταθεί εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 προκειμένου να εργαστεί ως μηχανικός της Bombay Burmah Trading Corporation. Το 1934, γνώρισε την κόρη ενός ανώτερου μέλους της Indian Civil Service, ονόματι Μαίρη (Μόλι) Λόιντ (1916–94), την οποία ζήτησε σε γάμο, ο οποίος πραγματοποιήθηκε τελικά όταν εκείνη συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας της.
Το 1950, επέστρεψαν μαζί στο χωριό Warwickshire του Tanworth-in-Arden, όπου απέκτησαν τον Νικ Ντρέικ και την αδελφή του, Γκάμπριελ Ντρέικ. Οι γονείς του διέθεταν κλίση στη μουσική και συνέθεταν δικές τους δημιουργίες.
Ειδικότερα, οι συνθέσεις της μητέρας του, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το θάνατό της, παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνες του Ντρέικ. Τόσο εκείνη όσο και ο γιος της, διέθεταν παρόμοια χροιά φωνής, ενώ τόσο η Γκάμπριελ Ντρέικ όσο και ο βιογράφος του Ντρέικ, Trevor Dann, έχουν επισημάνει τη σκοτεινή και μοιρολατρική αίσθηση της μουσικής τους. Με την ενθάρρυνση της μητέρας του, ο Ντρέικ έμαθε πιάνο σε νεαρή ηλικία και ξεκίνησε να συνθέτει τραγούδια, τα οποία παράλληλα ηχογραφούσε.

Το 1957, εγγράφηκε στο γυμνάσιο του Eagle House, στο Μπέρκσιρ και πέντε χρόνια αργότερα στο κολέγιο Marlborough, στο οποίο είχαν επίσης φοιτήσει ο πατέρας, ο παππούς και ο προπάππους του. Ανέπτυξε ενδιαφέρον για τον αθλητισμό και διακρίθηκε ως δρομέας ταχύτητας (το ρεκόρ του στις 100 γιάρδες εξακολουθεί να μην έχει καταρριφθεί) αλλά και αρχηγός, για ένα διάστημα, της σχολικής ομάδας ράγκμπι. Μαρτυρίες φίλων του Ντρέικ αναφέρουν πως διέθετε αυτοπεποίθηση, ενώ ήταν «σιωπηρά αυταρχικός» και συχνά απόμακρος. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «σε όλες τις αναφορές του, ο διευθυντής του σχολείου υποστήριζε ότι κανείς δεν τον γνώριζε πολύ καλά».

Ο Ντρέικ έπαιζε πιάνο στη σχολική ορχήστρα, ενώ έμαθε ακόμα κλαρινέτο και σαξόφωνο. Στο διάστημα 1964-65, σχημάτισε ένα τετραμελές συγκρότημα όπου έπαιζε κυρίως πιάνο - και σπανιότερα άλτο σαξόφωνο - συνεισφέροντας επίσης στα φωνητικά. Το συγκρότημα, που ονομάστηκε The Perfumed Gardeners, εκτελούσε διασκευές τραγουδιών της Pye Records, κλασικών τζαζ συνθέσεων, αλλά και τραγουδιών των Yardbirds και Manfred Mann. Σε αυτό συμμετείχε για ένα μικρό χρονικό διάστημα ο Κρις ντε Μπεργκ (Chris de Burgh), ο οποίος αργότερα απορρίφθηκε καθώς οι μουσικές προτιμήσεις του κρίθηκαν υπερβολικά «ποπ» από τα υπόλοιπα μέλη.
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Ντρέικ στο κολέγιο του Marlborough υπήρξαν χειρότερες σε σύγκριση με εκείνες που είχε στο γυμνάσιο, καθώς αφοσιώθηκε περισσότερο στη μουσική, παραμελώντας τις σπουδές του.
Το 1965, αγόρασε την πρώτη ακουστική κιθάρα του, έναντι £13, και άρχισε αμέσως να πειραματίζεται με διαφορετικά κουρδίσματα και τεχνικές.Το 1966, ο Ντρέικ κέρδισε υποτροφία για σπουδές αγγλικής λογοτεχνίας στο κολέγιο Fitzwilliam του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Το Φεβρουάριο του επόμενου έτους, πριν ξεκινήσει η φοίτησή του, επισκέφτηκε για έξι μήνες το πανεπιστήμιο της Aix-Marseille. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία εξασκήθηκε στην κιθάρα και κέρδιζε χρήματα ως πλανόδιος μουσικός. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να κάνει χρήση κάνναβης, ταξιδεύοντας επίσης στο Μαρόκο, όπου σύμφωνα με τον συνταξιδιώτη του, Richard Charkin, εκεί βρισκόταν κάνναβη καλύτερης ποιότητας.
Πιθανολογείται επίσης ότι ο Ντρέικ έκανε για πρώτη φορά χρήση LSD και στίχοι που έγραψε το ίδιο διάστημα -όπως του τραγουδιού "Clothes of Sand"- χαρακτηρίζονται ως ενδεικτικοί του ενδιαφέροντός του για τις παραισθησιογόνες ουσίες.

Επιστρέφοντας στην Αγγλία, μετακόμισε στο διαμέρισμα της αδελφής του, στο Hampstead του Λονδίνου, πριν εγγραφεί στο Κέμπριτζ, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Οι καθηγητές του εκτιμούσαν πως ήταν έξυπνος φοιτητής, αλλά συγχρόνως τον χαρακτήριζε απουσία ενθουσιασμού και αδυναμία να αφοσιωθεί στη μελέτη. Αντιμετώπιζε δυσκολία στις συναναστροφές του με συμφοιτητές, ενώ φωτογραφίες της εποχής απεικονίζουν έναν βλοσυρό και όχι ενθουσιώδη φοιτητή στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός πως το πανεπιστήμιο έδινε βαρύτητα στις αθλητικές ομάδες του ράγκμπι και του κρίκετ, ο Ντρέικ είχε ήδη χάσει το ενδιαφέρον του στον αθλητισμό, προτιμώντας να παραμένει στο δωμάτιό του, καπνίζοντας κάνναβη και ακούγοντας μουσική. Το Σεπτέμβριο του 1967, γνώρισε τον Ρόμπερτ Κίρμπι (Robert Kirby), σπουδαστή στο τμήμα μουσικής, ο οποίος είχε αργότερα συνεισφορά στην ενορχήστρωση τραγουδιών για τους δύο πρώτους δίσκους του Ντρέικ. Μέχρι τότε, είχε ανακαλύψει τη φολκ μουσική σκηνή της Βρετανίας και της Αμερικής, δεχόμενος επιδράσεις από καλλιτέχνες όπως ο Μπομπ Ντύλαν, ο Τζος Γουάιτ και ο Φιλ Οκς, ενώ άρχισε να πραγματοποιεί τις πρώτες ζωντανές εμφανίσεις του σε μουσικούς χώρους του Λονδίνου.
Το Φεβρουάριο του 1968, η εμφάνισή του στο συναυλιακό χώρο του Roundhouse, στην πόλη του Κάμντεν, προκάλεσε το ενδιαφέρον του μπασίστα τού συγκροτήματος Fairport Convention, Άσλει Χάτσινγκς, ο οποίος διέκρινε τόσο τις ικανότητές του στην κιθάρα όσο και τη συνολική παρουσία του.

Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε στον Ντρέικ οδήγησε στην απόφασή του να μην ολοκληρώσει τελικά το τρίτο έτος σπουδών του στο Κέμπριτζ[. Ο Χάτσινγκς σύστησε τον Ντρέικ στον Αμερικανό παραγωγό Τζο Μπόιντ (Joe Boyd), ο οποίος εργαζόταν τότε στην εταιρεία Witchseason, που ανήκε στην Island Records και ασκούσε επιρροή στη βρετανική φολκ σκηνή.. Ο Μπόιντ συνδέθηκε στενά με τον Ντρέικ και υπήρξε καθόλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του σύμβουλός του.
Έχοντας ακούσει ένα δοκιμαστικό που περιείχε τέσσερα τραγούδια του, πρόσφερε το συμβόλαιο στον Ντρέικ για την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ του.

Ο Ντρέικ άρχισε να ηχογραφεί το πρώτο άλμπουμ του, με τίτλο Five Leaves Left, στα τέλη του 1968, την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο Μπόιντ. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο στούντιο Sound Techniques του Λονδίνου, και συχνά ο Ντρέικ παραμελούσε τις διαλέξεις στο πανεπιστήμιο για να ταξιδέψει με τρένο στην αγγλική πρωτεύουσα. Επηρεασμένος από την παραγωγή του John Simon στον πρώτο δίσκο του Λέοναρντ Κοέν, ο Μπόιντ επιθυμούσε να αποτυπωθεί με παρόμοιο ύφος η φωνή του Ντρέικ, χωρίς τη «γυαλιστερή ποπ αντήχηση». Σκέφτηκε επίσης να συμπεριλάβει μία ενορχήστρωση εγχόρδων παρόμοια με εκείνη του Simon, που δεν θα έφτανε όμως στην υπερβολή[25]. Ως προς τους μουσικούς, ο Μπόιντ προσέγγισε γνωστούς εκτελεστές της φολκ σκηνής, όπως τον κιθαρίστα των Fairport Convention, Ρίτσαρντ Τόμσον, και τον μπασίστα του συγκροτήματος Pentangle, Ντάνι Τόμσον. Προσέλαβε επίσης τον μηχανικό ήχου John Wood, καθώς και τον Richard Hewson που ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων.

Οι πρώτες ηχογραφήσεις δεν εξελίχθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Οι συναντήσεις των μουσικών δεν ήταν τακτικές, ενώ συγχρόνως ολοκληρώνονταν βιαστικά, καθώς πραγματοποιούνταν παρασιτικά στο χρόνο ηχογράφησης του συγκροτήματος των Fairport Convention για το άλμπουμ Unhalfbricking. Ο Ντρέικ διαφώνησε με τον παραγωγό του ως προς την κατεύθυνση που έπαιρνε ο δίσκος. Ο Μπόιντ ήταν υποστηρικτής της θέσης του Τζορτζ Μάρτιν περί «χρήσης του στούντιο σαν να ήταν ένα όργανο», ενώ ο Ντρέικ προτιμούσε έναν οργανικό φυσικό ήχο. Καθώς υπήρχε δυσαρέσκεια για τις ενορχηστρώσεις του Hewson, οι οποίες θεωρούνταν συμβατικές, ο Ντρέικ πρότεινε να ανατεθούν στον φίλο του, από την εποχή που σπούδαζαν μαζί στο κολέγιο, Ρόμπερτ Κίρμπι (Robert Kirby). Αν και ο Μπόιντ ήταν αρχικά διστακτικός, λόγω της απειρίας του Kirby, τελικά συμφώνησε να του δοθεί μία δοκιμαστική περίοδος. Ο Κίρμπι δεν ένιωθε αρκετά σίγουρος για την ενορχήστρωση του εισαγωγικού τραγουδιού ("River Man") και ο Μπόιντ αναγκάστηκε να επιβαρύνει περισσότερο τον προϋπολογισμό της δισκογραφικής εταιρείας προσλαμβάνοντας το συνθέτη Χάρι Ρόμπινσον, στον οποίο δόθηκε η εντολή να αντιγράψει στοιχεία από τους Φρέντερικ Ντέλιους και Μορίς Ραβέλ.

Εξαιτίας προβλημάτων που παρουσιάστηκαν μετά την παραγωγή του δίσκου, η κυκλοφορία του καθυστέρησε αρκετούς μήνες, ενώ όταν τελικά πραγματοποιήθηκε, το άλμπουμ δεν προωθήθηκε ούτε στηρίχθηκε επαρκώς.
Οι λιγοστές κριτικές που εμφανίστηκαν στο μουσικό τύπο υπήρξαν υποτονικές. Το περιοδικό Melody Maker χαρακτήρισε το δίσκο «ποιητικό» και «ενδιαφέρων», ενώ η μουσική εφημερίδα NME ανέφερε πως «δεν υπήρχε τέτοια ποικιλία ώστε να είναι διασκεδαστικός». Ο δίσκος παίχτηκε ελάχιστα από το ραδιόφωνο, με εξαίρεση την εκπομπή του Τζον Πιλ στο BBC, όπου περιστασιακά προβλήθηκαν τραγούδια του.
Ο Ντρέικ ήταν επίσης δυσαρεστημένος από τo ένθετο του δίσκου, καθώς ανέγραφε τα τραγούδια με λανθασμένη σειρά, ενώ στους στίχους περιλάμβανε στροφές που είχαν απαλειφθεί από τις ηχογραφημένες εκδοχές των τραγουδιών. Ο Ντρέικ εγκατέλειψε τις σπουδές του εννέα μήνες πριν την αποφοίτησή του και το φθινόπωρο του 1969 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο προκειμένου να αφοσιωθεί στη μουσική σταδιοδρομία του. Στην αλληλογραφία του, ο πατέρας του τόνιζε τη διαφωνία του για την απόφασή του να διακόψει τις σπουδές του, καθώς πίστευε ότι αποκτώντας ένα πτυχίο θα εξασφάλιζε μία ασφάλεια, την οποία όμως ο Ντρέικ δεν επιθυμούσε. Κατά τους πρώτους μήνες της παραμονής του στο Λονδίνο, έζησε κατά διαστήματα στο διαμέρισμα της αδελφής του, και κυρίως σε σπίτια φίλων του. Σε μία προσπάθεια να φέρει σταθερότητα στη ζωή τού Ντρέικ, ο Μπόιντ αγόρασε για λογαριασμό του ένα ισόγειο δωμάτιο στο Belsize Park του Κάμντεν.
Τον Αύγουστο του 1970 ηχογράφησε τρία τραγούδια για την εκπομπή του Τζον Πιλ και δύο μήνες αργότερα άνοιξε τη συναυλία των Fairport Convention στο Royal Festival Hall του Λονδίνου. Έπαιξε επίσης σε φολκ συναυλιακούς χώρους στο Μπέρμινγκχαμ και στο Χαλ. Αναπολώντας τη συναυλία στο Χαλ, ο φολκ τραγουδιστής Μάικλ Τσάπμαν σχολίασε:

«Οι οπαδοί της φολκ δεν τον στήριξαν, ήθελαν τραγούδια με ρεφρέν. Δεν αντιλήφθηκαν τίποτα. Εκείνος δεν αντάλλαξε ούτε μια λέξη όλο το βράδυ. Ήταν επώδυνο να παρακολουθείς. Δε γνωρίζω τι περίμενε το ακροατήριο, και εννοώ με αυτό ότι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν θα άκουγαν τραγούδια της παρέας σε συναυλία του Νικ Ντρέικ».

Η δυσάρεστη εμπειρία του Ντρέικ ενίσχυσε την απόφασή του να αποσυρθεί από τις ζωντανές εμφανίσεις. Οι λιγοστές συναυλίες που πραγματοποίησε ήταν συνήθως σύντομες, αμήχανες και με μικρό αριθμό θεατών. Ο Ντρέικ έμοιαζε απρόθυμος να «ερμηνεύσει» τα τραγούδια του, ενώ σπανίως απευθυνόταν στο κοινό του. Καθώς πολλά από τα τραγούδια του απαιτούσαν διαφορετικό κούρδισμα της κιθάρας, δε δίσταζε να κάνει μεγάλες παύσεις στο μεσοδιάστημα.
Αν και η απήχηση του Five Leaves Left ήταν περιορισμένη, ο Μπόιντ συνεργάστηκε με τον Ντρέικ για την παραγωγή του δεύτερου δίσκου του, με τίτλο Bryter Layter. Κυκλοφόρησε το 1970 και χαρακτηρίστηκε από ένα περισσότερο εύθυμο και τζαζ ήχο. Απογοητευμένος από την φτωχή εμπορική απήχηση του πρώτου άλμπουμ, ο Ντρέικ απομακρύνθηκε από τον «βουκολικό» ήχο του και συμφώνησε να συμπεριληφθεί το όργανο του μπάσου και ντραμς στις νέες ηχογραφήσεις.
Ο Μπόιντ θεωρούσε το δίσκο πιο κοντά στην ποπ μουσική και περισσότερο εμπορικό. Όπως και στο πρώτο άλμπουμ, συμμετείχαν μουσικοί από το συγκρότημα των Fairport Convention, καθώς και ο Τζον Κέιλ (στα τραγούδια Northern Sky και Fly).
Στη βιογραφία του, ο Κέιλ ομολόγησε πως εκείνη την περίοδο έκανε χρήση ηρωίνης και ο φίλος του, Μπράιαν Γουέλς, είχε υποψίες πως το ίδιο έκανε και ο Ντρέικ.
Τόσο ο Μπόιντ, όσο και ο μηχανικός ήχου Τζο Γουντ, ήταν αισιόδοξοι για την εμπορική επιτυχία του δίσκου, ωστόσο πωλήθηκαν λιγότερα από τρεις χιλιάδες άλμπουμ. Οι κριτικές ήταν για μία ακόμα φορά διχασμένες. Το Record Mirror αποθέωσε τον Ντρέικ ως «θαυμάσιο κιθαρίστα, με καθαρά παίξιμο και τέλειο συγχρονισμό, συνοδευόμενο από απαλές, υπέροχες ενορχηστρώσεις», ενώ το Melody Maker περιέγραψε το δίσκο ως ένα «αμήχανο μείγμα φολκ και κοκτέιλ τζαζ».

Μετά την κυκλοφορία του, ο Μπόιντ πούλησε την εταιρεία Witchseason στην Island Records, εγκαταλείποντας την Αγγλία για το Λος Άντζελες, προκειμένου να εργαστεί στη Warner Brothers για την παραγωγή μουσικής για τον κινηματογράφος. Η απώλεια του συμβούλου του, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες πωλήσεις του άλμπουμ του, οδήγησαν τον Ντρέικ σε κατάθλιψη και σε αλλαγή της συμπεριφοράς του. Ήταν δυστυχής να μένει μόνος και εμφανώς νευρικός και αμήχανος όταν εμφανιζόταν σε συναυλίες. Τον Ιούνιο, έδωσε μία από τις τελευταίες συναυλίες του στο Τεχνικό Κολέγιο του Ewell, στο Λονδίνο. Ο Ralph McTell, που επίσης συμμετείχε στη συναυλία, περιέγραψε το γεγονός σχολιάζοντας:

«Στη συγκεκριμένη συναυλία ήταν πολύ ντροπαλός. Ολοκλήρωσε το πρώτο σετ και κάτι τρομερό πρέπει να συνέβη. Ερμήνευσε το τραγούδι Fruit Tree και έφυγε στο μέσο του κομματιού. Απλά εγκατέλειψε τη σκηνή».

Η απογοήτευσή του μετατράπηκε σε κατάθλιψη και το 1971 πείστηκε μετά από προτροπή της οικογένειάς του να επισκεφτεί έναν ψυχίατρο στο νοσοκομείο Σεντ Τόμας του Λονδίνου. Του συνταγογραφήθηκαν αντικαταθλιπτικά φάρμακα, ωστόσο ο ίδιος αισθανόταν ντροπή να μιλά για το πρόβλημά του και απέκρυπτε το γεγονός από τους οικείους του. Γνώριζε αρκετά για τις ναρκωτικές ουσίες και τον απασχολούσε με ποιό τρόπο θα αντιδρούσαν τα φάρμακα με την κάνναβη, της οποίας ήταν συστηματικός χρήστης.

Η Island Records επιθυμούσε την προώθηση του Bryter Layter μέσα από συνεντεύξεις του δημιουργού του. Ο Ντρέικ αρνήθηκε, ενώ σύμφωνα με τον Robert Kirby, εκείνη την περίοδο κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες κάνναβης εκδηλώνοντας τα πρώτα σημάδια ψύχωσης.
Από το χειμώνα του 1970, είχε απομονωθεί στο Λονδίνο και απογοητευμένος από την υποδοχή που είχε ο δίσκος, αποτραβήχτηκε από την οικογένεια και τους φίλους του. Σπάνια έβγαινε από το διαμέρισμά του, συνήθως για να διεκπεραιώσει μία συναυλία ή να προμηθευτεί ναρκωτικά. Σύμφωνα με την αδελφή του, ήταν η περίοδος που σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους για τον Ντρέικ.

Αν και η Island δεν ανέμενε ούτε επιθυμούσε έναν τρίτο δίσκο του Ντρέικ[, εκείνος προσέγγισε τον Γουντ, τον Οκτώβριο του 1971, προκειμένου να δουλέψουν πάνω σε ένα νέο άλμπουμ, το οποίο θα ήταν το τελευταίο της μουσικής σταδιοδρομίας του. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο βράδια, με μοναδικούς παρόντες στο στούντιο τους Ντρέικ και Γουντ.
Τα τραγούδια του Pink Moon είναι μικρής διάρκειας, ενώ ο δίσκος διαρκεί συνολικά 28 λεπτά, περιέχοντας έντεκα τραγούδια. Ο Ντρέικ είχε εκφράσει δυσαρέσκεια για τον ήχο τού Bryter Layter και πίστευε πως τα μέρη των εγχόρδων ή του σαξοφώνου είχαν διαμορφώσει έναν «πολύ γεμάτο» και «εξεζητημένο» ήχο. Ο Ντρέικ δεν είχε τη συνοδεία άλλων μουσικών στο Pink Moon, καθώς, σύμφωνα με τον Γουντ, ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει ένα λιτό δίσκο.

Μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ, ο Ντρέικ παρέδωσε τις τελικές μαγνητοφωνημένες ταινίες στα γραφεία της εταιρείας του, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν σχετικά με αυτές. Μία διαφήμιση του άλμπουμ στο περιοδικό Melody Maker σχολίασε το γεγονός πως τίποτα σχετικά με το δίσκο δεν ήταν γνωστό μέχρι να κυκλοφορήσει. Οι πωλήσεις του Pink Moon ήταν χαμηλότερες σε σύγκριση με τους προηγούμενους δίσκους του Ντρέικ, παρά το γεγονός πως εξασφάλισε μερικές θετικές κριτικές, όπως αυτή του Connor McKnight στο περιοδικό Zigzag:

«Ο Νικ Ντρέικ είναι ένας καλλιτέχνης που δεν υποκρίνεται.
Ο δίσκος δεν κάνει καμία παραχώρηση στην άποψη πως η μουσική πρέπει δραπετεύει από την πραγματικότητα.
Είναι απλά η σημερινή άποψη ενός μουσικού για τη ζωή και κανείς δεν μπορεί να ζητήσει κάτι περισσότερο από αυτό».

Ο ιδρυτής της Island Records, Chris Blackwell, πίστευε ότι το Pink Moon ήταν σε θέση να εξασφαλίσει στον Ντρέικ μία θέση σε ένα ευρύτερο και πιο συμβατικό ακροατήριο, ωστόσο το προσωπικό της εταιρείας ήταν απογοητευμένο από την απροθυμία τού Ντρέικ να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε προσπάθεια προώθησης του δίσκου. Κατόπιν επιμονής του Μπόιντ, ο Ντρέικ συμφώνησε να παραχωρήσει μία συνέντευξη στον Jerry Gilbert, δημοσιογράφο του περιοδικού Sounds Magazine. Ήταν η μοναδική συνέντευξη του Ντρέικ που δημοσιεύτηκε, στην οποία ο «ντροπαλός και εσωστρεφής» -όπως χαρακτηρίστηκε- φολκ τραγουδιστής μίλησε για την απέχθειά του απέναντι στις ζωντανές εμφανίσεις.
Ο Γκίλμπερτ αναφέρθηκε αργότερα στη συνάντησή του με τον Ντρέικ γράφοντας:

«Δεν υπήρχε καμία επαφή μεταξύ μας. Νομίζω πως δεν με κοίταξε ούτε μια φορά στα μάτια. Αν ήθελε κάποιος να γίνει σκληρός, θα έλεγε πως ήταν απλώς ένα κακομαθημένο αγόρι, γόνος εύπορης οικογένειας που λυπόταν τον εαυτό του».

Αποκαρδιωμένος και πεπεισμένος ότι ήταν πλέον ανίκανος να συνθέσει ξανά, αποφάσισε να αποχωρήσει από τη μουσική σκηνή, Μεταξύ των επαγγελμάτων που σκέφτηκε να ακολουθήσει ήταν αυτό του προγραμματιστή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενώ επεξεργάστηκε και το ενδεχόμενο να καταταγεί στο στρατό. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν την κυκλοφορία του Pink Moon, ο Ντρέικ έγινε περισσότερο εσωστρεφής και απόμακρος.
Επέστρεψε στο σπίτι της οικογένειάς του στο Far Leys, και παρά το γεγονός πως αγανακτούσε για αυτή την οπισθοδρόμηση, τη θεωρούσε συγχρόνως αναγκαία εξαιτίας της ασθένειάς του.

Η επιστροφή του ήταν συχνά δύσκολη για την οικογένειά του. Η αδελφή του, σχολιάζοντας το γεγονός, ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Καλές μέρες στο σπίτι των γονέων μου ήταν οι καλές μέρες του Νικ και κακές μέρες ήταν οι κακές μέρες του Νικ. Πραγματικά, γύρω από αυτό περιστρεφόταν η ζωή τους».

Έζησε μία λιτή ζωή, τη στιγμή που το εισόδημά του ήταν £20 την εβδομάδα, ποσό που λάμβανε από την Island Records. Συχνά εξαφανιζόταν για μερικές ημέρες, ενώ ορισμένες φορές επισκεπτόταν απρόσκλητα σπίτια φίλων, έχοντας όμως πάντα δυσκολία επικοινωνίας μαζί τους. Ο Robert Kirby περιέγραψε μια τυπική κοινωνική επίσκεψη του Ντρέικ γράφοντας:

Θα κατέφθανε χωρίς να μιλά, θα καθόταν, θα άκουγε μουσική, θα κάπνιζε, θα έπινε ένα ποτό, θα κοιμόταν για ένα βράδυ και μετά από δύο ή τρεις μέρες δεν θα ήταν εκεί, θα είχε φύγει. Και τρεις μήνες αργότερα θα επέστρεφε».

Αναφερόμενος στην ίδια χρονική περίοδο, ο συνθέτης Τζον Μάρτιν (John Martyn) περιέγραψε τον Ντρέικ ως τον πλέον ακοινώνητο άνθρωπο που είχε γνωρίσει.
Ήταν ικανός να οδηγεί επί ώρες, χωρίς κάποιο προορισμό, μέχρι να εξαντληθούν τα καύσιμα, οπότε καλούσε τους γονείς του ώστε να τον παραλάβουν με κάποιο άλλο όχημα.
Οικεία πρόσωπα του Ντρέικ έχουν περιγράψει επίσης αλλαγές στην εμφάνισή του, όπως για παράδειγμα την άρνησή του να λουστεί ή να κόψει τα νύχια του, ειδικότερα σε δύσκολες περιόδους της ασθένειάς του.
Στις αρχές του 1972, υπέστη νευρικό κλονισμό και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για πέντε εβδομάδες.

Το Φεβρουάριο του 1974, ο Ντρέικ επικοινώνησε ξανά με τον Τζον Γουντ, δηλώνοντας έτοιμος να αρχίσει την προετοιμασία ενός τέταρτου δίσκου. Την ίδια περίοδο, ο Μπόιντ βρισκόταν στην Αγγλία και συμφώνησε να παρακολουθήσει τις ηχογραφήσεις. Στην αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύτηκε το 2006, περιέγραψε τον Ντρέικ ως οργισμένο και πικραμένο:

«[Είπε πως] εγώ τον είχα αποκαλέσει ιδιοφυή και πως άλλοι είχαν συμφωνήσει με αυτό. Γιατί δεν ήταν διάσημος και πλούσιος; Αυτή η οργή θα πρέπει να καλλιεργούνταν επί χρόνια κάτω από την ανέκφραστη εξωτερική όψη».
Τόσο ο Μπόιντ όσο και ο Γουντ παρατήρησαν μία αισθητή πτώση στην απόδοση του Ντρέικ, καθώς δεν ήταν σε θέση να τραγουδά και να παίζει κιθάρα συγχρόνως, με αποτέλεσμα να ηχογραφηθούν ξεχωριστά τα φωνητικά μέρη των τραγουδιών. Ο ίδιος ο Ντρέικ φαίνεται πως αισθανόταν ψυχολογικά καλύτερα επιστρέφοντας στο στούντιο, απολαμβάνοντας μία παροδική ευτυχία μετά από χρόνια.

Το φθινόπωρο του 1974, ο Ντρέικ έπαψε να αμείβεται από την Island, παραμένοντας σε επαφή μόνο με τους πιο στενούς φίλους του, μεταξύ αυτών και η Σοφία Ράιντ (Sophia Ryde), με την οποία γνωρίστηκε το 1968 στο Λονδίνο.
Η Ράιντ εκμυστηρεύτηκε ότι μία εβδομάδα πριν το θάνατό του, είχε δώσει τέλος στη σχέση της με τον Ντρέικ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Νοεμβρίου του 1974, ο Ντρέικ πέθανε στο σπίτι του, στο Far Leys, από υπερβολική δόση αμιτρυπτιλίνης (τύπος τρικυκλικού αντικαταθλιπτικού).
Το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί νωρίς, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος ένα φίλο του. Κατά το ξημέρωμα, οι γονείς του τον άκουσαν να βαδίζει προς την κουζίνα του σπιτιού, για να επιστρέψει αμέσως μετά στο δωμάτιό του, όπου κατανάλωσε μερικά χάπια προκειμένου να βοηθηθεί να κοιμηθεί. Ο Ντρέικ συνήθιζε να τηρεί το δικό του ωράριο. Συχνά έμενε άυπνος καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, παίζοντας ή ακούγοντας μουσική, και κοιμόταν τελικά κατά τις πρωινές ώρες. Το νεκρό σώμα του αντίκρισε πρώτη η μητέρα του, κατά το μεσημέρι, όταν επιχείρησε να τον ξυπνήσει. Δεν υπήρχε σημείωμα αυτοκτονίας, αλλά ένα γράμμα προς την Ράιντ βρέθηκε κοντά στο κρεβάτι του.

Στα πλαίσια της έρευνας που ακολούθησε, η ιατροδικαστική έκθεση ανέφερε πως ο θάνατός του προήλθε από οξεία δηλητηρίαση, από αμιτρυπτιλίνη που χορηγούσε ο ίδιος στον εαυτό του για τη θεραπεία της κατάθλιψής του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για αυτοκτονία.
Αν και η υπόθεση της αυτοκτονίας έχει αμφισβητηθεί από μέλη της οικογένειάς του, είναι γενικότερα αποδεκτό πως ακόμα και αν δεν είχε πρόθεση να δώσει τέλος στη ζωή του, ουσιαστικά είχε ήδη παραιτηθεί από τη ζωή.
Ο πατέρας του χαρακτήρισε το θάνατό του αναπάντεχο, ωστόσο παραδέχτηκε πως ο ίδιος ήταν πάντα ανήσυχος για την κατάθλιψη του Ντρέικ, φροντίζοντας να κρύβει τις ασπιρίνες και άλλα χάπια που βρίσκονταν στο σπίτι.
Ο Μπόιντ προτιμούσε να πιστεύει ότι ο θάνατός του ήταν απροσχεδίαστος. Κατά τον ίδιο, οι γονείς του Ντρέικ ανέφεραν πως η διάθεσή του τις εβδομάδες πριν το θάνατό του ήταν αρκετά καλή και πως σχεδίαζε να επιστέψει στο Λονδίνο επιχειρώντας ένα νέο ξεκίνημα στη μουσική.
Σύμφωνα με τον Μπόιντ, η προσωρινή αισιοδοξία του Ντρέικ πρέπει να συνοδεύτηκε από μία νέα «βιαίη επιστροφή στην απόγνωση», γεγονός που τον οδήγησε στη λήψη υψηλής δόσης αντικαταθλιπτικών, προκειμένου να επανακτήσει την αισιοδοξία του.
Το 1975, ο δημοσιογράφος του NME Νικ Κεντ, σχολίασε την ειρωνεία του θανάτου του Ντρέικ, σε μια περίοδο που είχε ήδη αρχίσει να αποκτά μία «προσωπική ισορροπία».
Η Γκαμπριέλ Ντρέικ προτιμούσε να πιστεύει πως επρόκειτο για αυτοκτονία, καθώς αυτό θα σήμαινε ότι ο θάνατός του ήταν επιθυμία του και όχι ένα τραγικό ατύχημα.

Η κηδεία του Ντρέικ τελέστηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1974, στην εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής στο Tanworth-in-Arden. Αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Solihull και η τέφρα του θάφτηκε κάτω από μία βαλανιδιά στο νεκροταφείο της εκκλησίας. Στην τελετή παρευρέθηκαν περίπου πενήντα άτομα, μεταξύ αυτών φίλοι του Ντρέικ από τις διαφορετικές πόλεις όπου έζησε, πολλοί από τους οποίους γνωρίζονταν μεταξύ τους για πρώτη φορά την ημέρα της κηδείας του. Σύμφωνα με την μητέρα του, πολλοί νεαροί φίλοι του κατέφθασαν στην εκκλησία, τους οποίους η οικογένεια γνώριζε για πρώτη φορά.
Μετά το θάνατο του Ντρέικ δεν ακολούθησαν επικήδειοι ή αφιερώματα στον τύπο, ούτε κυκλοφορίες μουσικών συλλογών. Η δημόσια «παρουσία» του παρέμενε στο παρασκήνιο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αν και περιστασιακές αναφορές στο όνομά του έκαναν την εμφάνισή τους στον μουσικό τύπο. Η Island Records εκτιμούσε αρχικά πως δεν θα είχε σημαντικό οικονομικό κέρδος από την εκμετάλλευση του έργου του, σχολιάζοντας πως δεν υπήρχε πρόθεση να κυκλοφορήσει μελλοντικά καμία πλήρης συλλογή των τραγουδιών του.
Την ίδια εποχή, οι γονείς του γίνονταν δέκτες πολλών θαυμαστών του που επισκέπτονταν το σπίτι του στο Far Leys. Το 1979, ο Ρομπ Πάρτριτζ, στέλεχος της Island, προώθησε την κυκλοφορία της συλλογής Fruit Tree, η οποία περιείχε τα τρία άλμπουμ του Ντρέικ και τα τέσσερα τραγούδια που ηχογράφησε το 1974 με τους Μπόιντ και Γουντ.
Ο Πάρτριτζ ήταν θαυμαστής του Ντρέικ και τον είχε παρακολουθήσει ζωντανά το 1969:

«Το πρώτο που έκανα όταν άρχισα να εργάζομαι στην Island ήταν να προτείνω τη δημιουργία μιας αναδρομικής συλλογής με τα στούντιο άλμπουμ και ό,τι υλικό υπήρχε επιπλέον.
Δεν περίμενα κάτι μεγάλο με εκατομμύρια τραγούδια, ζωντανές ηχογραφήσεις και άλλα παρόμοια, αλλά υπήχαν πολύ λίγα πράγματα...».

Η κυκλοφορία συνοδεύτηκε από μία εκτενή βιογραφία, γραμμένη από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Arthur Lubow.
Η συλλογή δεν καλύφθηκε εκτενώς από τον τύπο και σημείωσε μικρό αριθμό πωλήσεων, ενώ το 1983, η Island αφαίρεσε το Fruit Tree από τους καταλόγους της.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Ντρέικ αναφερόταν ως επιρροή μουσικών όπως ο Πίτερ Μπακ του συγκροτήματος των R.E.M. και του Ρόμπερτ Σμιθ των Cure.
Ο Ντρέικ προβλήθηκε ακόμα περισσότερο όταν το 1985 κυκλοφόρησε το επιτυχημένο single Life in a Northern Town, του συγκροτήματος The Dream Academy, το οποίο περιείχε ένθετη αφιέρωση στον Νικ Ντρέικ.
Η φήμη του συνέχισε να εξαπλώνεται και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80 το όνομά του εμφανιζόταν συχνά σε βρετανικές εφημερίδες και μουσικά περιοδικά της εποχής.
Αν και εξακολουθούσε να θεωρείται μία cult φυσιογνωμία, δεν ήταν πλέον άγνωστος και θεωρούνταν από πολλούς ένας μυθικός, σκοτεινός και ρομαντικός ήρωας και «αίνιγμα τυλιγμένο σε ένα μυστήριο».

Στις αρχές του 1999, το BBC2 πρόβαλε ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 40 λεπτών, με θέμα τη ζωή και το έργο του Ντρέικ (A Stranger Among Us—In Search of Nick Drake).
Τον επόμενο χρόνο, ο Ολλανδός σκηνοθέτης Jeroen Berkvens κυκλοφόρησε ένα ακόμα ντοκιμαντέρ με τίτλο A Skin Too Few: The Days of Nick Drake, στο οποίο περιέχονταν συνεντεύξεις με τους Μπόιντ, Γκαμπριέλ Ντρέικ και Κίρμπι.
Τον ίδιο χρόνο, η εφημερίδα The Guardian τοποθέτησε το άλμπουμ Bryter Layter στην πρώτη θέση ενός καταλόγου με τα εκατό καλύτερα «εναλλακτικά» άλμπουμ όλων των εποχών.
Το 2000, η αυτοκινητοβιομηχανία της Volkswagen χρησιμοποίησε το τραγούδι Pink Moon, από τον ομώνυμο δίσκο, για διαφημιστικό σκοπό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πωλήσεις των δίσκων του Ντρέικ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '90, η μουσική του χρησιμοποιήθηκε στον κινηματογράφο, όπως στις ταινίες Hideous Kinky (1998), The Royal Tenenbaums (2001), και Garden State (2004).

iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551