Ο Γούντι Aλεν, ένας από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, θα δώσει μία και μοναδική συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου. Είναι η άλλη ιδιότητα του Αλεν, αυτή του μουσικού σολίστα, γνωστή εδώ και πολλές δεκαετίες, που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στη χώρα μας. Κομματάκι παράδοξο βέβαια, εφόσον η αλήθεια είναι πως ουδέποτε το ελληνικό κοινό ταυτίστηκε μαζικά με την τζαζ μουσική.
Το είδωλο που τον… βάφτισε
Η σχέση του Γούντι Αλεν με τη μουσική και το τζαζ κλαρινέτο δεν ήταν ευκαιριακή, δεν ήταν καν χομπίστικη, αλλά καθαρά επαγγελματική, αν υπολογίσουμε τις αδιάκοπες εμφανίσεις του μέσα στα χρόνια με την προσωπική του μπάντα, τη New Orleans Jazz Band. Το μικρό καλλιτεχνικό του όνομα άλλωστε (κατά κόσμον Αλαν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ) το πήρε από το παιδικό ίνδαλμά του, τον Αμερικανό μουσικό πνευστών της τζαζ Γούντι Χέρμαν.
Σε σχετικά νεαρή ηλικία, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ξεκίνησε να παίζει κλαρινέτο συμμετέχοντας σε διάφορες ορχήστρες, σαν την περίφημη Preservation Hall Jazz Band, μουσικούς της οποίας θα χρησιμοποιούσε λίγα χρόνια αργότερα και στο σάουντρακ του «Sleeper» (1973), της πέμπτης κατά σειρά ταινίας του. Με τη New Orleans Jazz Band είναι γνωστό πως ο Γούντι Αλεν συνήθιζε να παίζει κάθε Κυριακή επί πολλά χρόνια, στο χτισμένο από τη δεκαετία του 1930 Carlyle Hotel του Μανχάταν. Ισως το πιο κατάλληλο περιβάλλον για την απόδοση τζαζ μουσικής της Νέας Ορλεάνης από τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτίνοντας έτσι τον δικό του φόρο τιμής στους «πρωτεργάτες» Τζορτζ Λούις, Τζίμι Νουν, Λούις Αρμστρονγκ κ.ά. Κι αν δεν πέρασε ο Γούντι Αλεν την αγάπη του για την τζαζ μουσική στα σάουντρακ των ταινιών του. Κάτι λιγότερο γνωστό είναι πως από πολύ νωρίς επιθυμούσε να φτιάξει μια άλλη ταινία βασισμένη στις τόσο κοινές μα και τόσο διαφορετικές καριέρες του Λούις Αρμστρονγκ και του Σίντνεϊ Μπέσετ. Είχε έτοιμο και τον τίτλο της ταινίας, που θα λεγόταν «American blues», όμως το πρότζεκτ εγκαταλείφθηκε λόγω του υψηλού μπάτζετ, που υποτίθεται πως θα άγγιζε τα 100 εκατ. δολάρια.
Στη δισκογραφία ο Γούντι Αλεν εμφανίστηκε το 1964 και μέχρι το 1968 είχε κυκλοφορήσει τρεις μεγάλους δίσκους ως stand up comedian, δηλαδή με πρόζα σε κείμενα που έγραφε ο ίδιος. Ακόμη και το άλμπουμ «The nightclub years 1964-1968», που κυκλοφόρησε το 1972, περιείχε μια επιλογή από τις εμφανίσεις του ως stand up comedian και όχι ως μουσικού της τζαζ. Αυτό «έσπασε» κατά κάποιο τρόπο το 1993 με το άλμπουμ «The Bunk Project» και περισσότερο το 2005 με το άλμπουμ «Davis, Allen & Fowkes», στο οποίο ο σκηνοθέτης και μουσικός συνέπραττε με τον δεξιοτέχνη στο μπάντζο Εντι Ντέιβις (απεβίωσε το 2020 από κορονοϊό) και τον πιανίστα Κόναλ Φόουλκς. Ο τελευταίος με τον Σάιμον Γουέτενχολ στην τρομπέτα, τον Τζέρι Ζίγκμοντ στο τρομπόνι, τον Κέβιν Ντορν στα τύμπανα, τον Μπράιαν Ναλέπκα στο μπάσο και τον Τζος Νταν στο μπάντζο θα αποτελέσουν το επιτελείο της New Orleans Jazz Band που θα παίξει στο Ηρώδειο με τον Γούντι Αλεν.
Ο άνθρωπος των μπλουζ
Ο μουσικός Γούντι Αλεν έγινε το θέμα του ντοκιμαντέρ της Μπάρμπαρα Κοπλ «Wild man blues» (1997) με τίτλο παρμένο από μια κλασική τζαζ σύνθεση, η πατρότητα της οποίας αποδίδεται άλλοτε στον Τζέλι Ρολ Μόρτον και άλλοτε στον Λούις Αρμστρονγκ. Η σκηνοθέτρια ακολουθούσε τον Αλεν στην ευρωπαϊκή περιοδεία του με τη New Orleans Jazz Band από την προηγούμενη χρονιά, ταυτόχρονα όμως παρακολουθούσε και τη σχέση του, που είχε βγει στο προσκήνιο ήδη από το 1992, με τη ΣουΓιν Πρέβιν, υιοθετημένη κόρη της Μία Φάροου. Το ντοκιμαντέρ εστίαζε, πάντως, στη λατρεία του Γούντι Αλεν για την τζαζ μουσική της Νέας Ορλεάνης και την αφοσίωσή του στο κλαρινέτο, ενώ σε αρκετές χώρες κρίθηκε απαραίτητη η γονική συναίνεση για τη θέασή του από μικρούς ηλικιακά θεατές εξαιτίας των βωμολοχιών που περιείχε. Την ίδια χρονιά, το 1997, το σάουντρακ του ντοκιμαντέρ δισκογραφήθηκε επισήμως, απογειώνοντας τη μουσική ιδιότητα του διάσημου σκηνοθέτη.
Ο Γούντι Αλεν σε λίγους μήνες γίνεται 88 ετών και αυτή η συναυλία του στο Ηρώδειο θα είναι πραγματικά σπάνια εμπειρία, αφού θα κλείσει τον κύκλο των παγκόσμιων περιοδειών του με τη New Orleans Jazz Band. Σταρ και αντιστάρ παράλληλα, πνευματώδης και ακαταπόνητος δημιουργός, πρωταγωνιστής της βιομηχανίας του θεάματος και αδιαφιλονίκητος διανοούμενος, ο Αλεν θα εμφανιστεί για μία και τελευταία φορά στη χώρα μας ύστερα από μισό αιώνα –και βάλε– καριέρας.