Είκοσι χρόνια λείπει ο Λουκάς στα βάθη της Αφρικής. Είκοσι σκληρά χρόνια νοσταλγίας και αναμονής. Όταν έφυγε, άφησε τη γυναίκα του μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά. Στο διάστημα της απουσίας του, με τη σκληρή δουλειά στη μαύρη ήπειρο, δεν του δόθηκε ούτε μια φορά η ευκαιρία να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα για να δει τους δικούς του, για να δει το μικρό γιο του, που δεν τον είχε δει ποτέ του. Τώρα γυρίζει, μαζί με την τύχη που του χαμογέλασε – είναι πια πλούσιος. Όμως, τη χαρά της επιστροφής δηλητηριάζουν τα δάκρυα του μαύρου, πιστού του συντρόφου στα χρόνια της εξορίας, που ον έχει πάρει μαζί του. Στην Αθήνα, όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως τα περιμένει. Τα είκοσι χρόνια χωρισμού του με τη γυναίκα του έχουν αλλάξει πολλά. Η ίδια μοιάζει μ’ ένα αδιαπέραστο τείχος πάγου, που δεν εννοεί να λιώσει. Αλλά και τα παιδιά του είναι δυο ξένοι άνθρωποι, που δεν υποδέχονται τον ξενιτεμένο πατέρα τους με φιλιά και αγκαλιές, αλλά μ’ ένα παγερό «χαίρω πολύ». Σιγά-σιγά, ο Λουκάς ανακαλύπτει ότι είναι ένας ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο πιο δικός του άνθρωπος είναι ο μαύρος υπηρέτης του, που έχει δεθεί μαζί του στα είκοσι σκληρά χρόνια της ξενιτιάς.