Αναζήτηση
Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλιν - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλιν - iShow.gr
Είδος
Δραματικό θρίλερ αμερικανικής παραγωγής 2011
Διάρκεια
101'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Θρίλερ
Δραματική
Η Μάρθα είναι μια νεαρή γυναίκα, που προσπαθεί να ζήσει και πάλι μια φυσιολογική ζωή, έχοντας ξεφύγει από μια θρησκευτική οργάνωση και τον χαρισματικό ηγέτη της. Έτσι, ζητάει βοήθεια από την αποξενωμένη μεγαλύτερη αδερφή της, Λούσι, και τον κουνιάδο της, αδυνατώντας όμως να αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με την εξαφάνισή της. Όταν όμως συνειδητοποιεί πως ίσως τα μέλη της αίρεσης την αναζητούν ακόμη, τότε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη...
Trailer
Πληροφορίες
Ο Σον Ντέρκιν έγραψε και σκηνοθέτησε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, αποσπώντας το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Sundance Film Festival. Το δυνατό αυτό ψυχολογικό θρίλερ συμμετείχε και στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Καννών.


Ο Σκηνοθέτης & Σεναριογράφος

Ο νεαρός Σον Ντέρκιν είναι απόφοιτος της σχολής κινηματογράφου Tisch στη Νέα Υόρκη. Εκεί γνώρισε τους συμφοιτητές του Αντόνιο Κάμπος και Τζος Μοντ, και μαζί δημιούργησαν την ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής Borderline Films, μέσω της οποίας αναπτύσσουν project νεαρών καλλιτεχνών συμμετέχοντας στα διάφορα στάδια προετοιμασίας, όπως τη συγγραφή, την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και τη διεύθυνση φωτογραφίας.

Όσο το “Martha Marcy May Marlene” βρισκόταν ακόμα στο στάδιο συγγραφής, ο Ντέρκιν αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία μικρού μήκους προκειμένου ν’ αποδείξει πως ήταν έτοιμος για το μεγάλο βήμα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Το ταινιάκι “Mary Last Seen” που πραγματεύεται επίσης το ζήτημα των αιρέσεων, κόστισε μόλις 400 δολάρια, βραβεύτηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες και υπήρξε ο καταλύτης για την προώθηση της επόμενης ταινίας: το “Martha Marcy May Marlene”, που είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του Ντέρκιν, συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών στο τμήμα “Ένα Kάποιο Bλέμμα”, και κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Sundance το 2011.

Στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, ο Σον Ντέρκιν εξερευνά ένα θέμα που ανέκαθεν έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον - την εξουσία και το δέλεαρ που ασκούν οι αιρέσεις στους οπαδούς τους, ειδικά αυτές που υιοθετούν χιμαιρικές ιδεολογίες και αυτοπροτείνονται ως μια διευρυμένη αλλά αληθινή οικογένεια. «Στις ταινίες οι σέκτες συχνά παρουσιάζονται με υπερβολικό τρόπο, με αποτέλεσμα να μοιάζουν καρικατούρες. Είχα ήδη αρχίσει την έρευνα γύρω από το θέμα, όταν διάβασα την αληθινή ιστορία μιας κοπέλας που άφησε την αίρεση της οποίας ήταν μέλος, γιατί γινόταν όλο και πιο βίαιη. Αναρωτήθηκα πώς να ένιωθε αυτή η κοπέλα επιστρέφοντας στο σπίτι της: πώς μπορεί κανείς να επιστρέψει στην παλιά του ζωή μετά από μια τέτοια εμπειρία; Θέλησα λοιπόν να διηγηθώ μια ιστορία σύγχρονη, ρεαλιστική και κυρίως βασισμένη στους χαρακτήρες».

Η ιστορία ξεκινάει με την Μάρθα να έχει μόλις ξεφύγει από μια σέκτα με ουτοπικά ιδανικά αλλά και εξουσιαστικές τάσεις πάνω στα μέλη της, και ζητώντας τη βοήθεια της αποξενωμένης, νιόπαντρης αδελφής της προσπαθεί να ενσωματωθεί και πάλι στην κοινωνία. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί το προσωπικό ταξίδι της νεαρής πρωταγωνίστριας με μια ρευστή κάμερα που καταγράφει τα πάντα, τόσο τις εξωτερικές αλλαγές στο χώρο, όσο τις εσωτερικές καθώς η Μάρθα είναι μια χύτρα που σιγοβράζει συναισθηματικά, έτοιμη να εκραγεί. Η κρυφή, τραυματική εμπειρία που βίωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην απομακρυσμένη φάρμα της αίρεσης την άφησε γεμάτη ερωτήματα για τον εαυτό της, τη θέση της στον κόσμο και τις ενοχές της. Εγκλωβισμένη σε επώδυνες αναμνήσεις και σε οράματα ενός τρομακτικού μέλλοντος, στο ταραγμένο της μυαλό κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους η σύγχυση, ο φόβος, η καχυποψία και η παράνοια.

Τα προβλήματα της Μάρθα έχουν ξεκινήσει από πολύ πριν, από την παιδική της ηλικία, κατά την οποία μεγάλωσε σε ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Τα βιώματά της την κάνουν ιδιαίτερα ευάλωτη και γι’ αυτό η προοπτική να ζήσει σε μια κοινότητα, που δίνει την αίσθηση της οικειότητας και της οικογενειακής θαλπωρής, της φαίνεται τόσο θελκτική. «Νομίζω πως τελικά αυτή είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ταυτότητα», εξηγεί ο Ντέρκιν. «Στη φάρμα όλοι λένε ότι πρέπει να βρεις το ρόλο σου μέσα στην οικογένεια, και νομίζω ότι αυτό είναι ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Όλοι θέλουμε ν’ ανήκουμε κάπου, να προσφέρουμε στην ομάδα μας». Γι’ αυτό και στην αρχή η Μάρθα νιώθει να έχει βρει επιτέλους νόημα και σκοπό, κάτι που της είχε λείψει όλη της τη ζωή: είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται επιτέλους σημαντική και άξια ν’ αγαπηθεί. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν αρχίζει να αναρωτιέται για τα όσα συμβαίνουν μέσα στη φάρμα, και ν’ αμφιβάλλει για την ηθική της «οικογένειας». Είναι η στιγμή που παύει να είναι σίγουρη για το ποια πραγματικά είναι, και πυροδοτείται μέσα της μια εκρηκτική κρίση ταυτότητας, με απρόσμενα αποτελέσματα.


Η Ελίζαμπεθ Όλσεν ως Μάρθα

Γι’ αυτόν το δύσκολο και λεπτό ρόλο της Μάρθα που μεταμορφώνεται σε Μάρσι Μέι και καμιά φορά γίνεται Μαρλίν, ο Ντέρκιν διάλεξε την Όλσεν αμέσως μόλις είδε το δοκιμαστικό της στην οντισιόν, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ξαναπαίξει σε ταινία μεγάλου μήκους. «Η Ελίζαμπεθ είναι τόσο ενδιαφέρουσα, όμορφη και μοναδική. Έχει βάθος και συναισθηματική δύναμη. Μοιάζει να κουβαλάει ένα θυμό που βράζει αλλά ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να τον αφήσει να εξατμιστεί».

Η Όλσεν εξεπλάγην που ένα τόσο καλό σενάριο γύρω από ένα γυναικείο χαρακτήρα ήταν γραμμένο από έναν νεαρό άντρα. «Η Μάρθα δεν είναι στερεότυπο, είναι τόσο αληθινή όσο και ο αγώνας που διεξάγεται μέσα της. Μπόρεσα αμέσως να καταλάβω την ψυχή της, και κατά ένα περίεργο τρόπο, η Μάρθα μου αρέσει πολύ. Καταλαβαίνω γιατί δεν εμπιστεύεται κανέναν, γιατί δε μιλάει ούτε καν στην αδελφή της, με την οποία δεν είναι ιδιαίτερα δεμένες. Πηγαίνει στη Λούσι γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει, και καθώς προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα, αμέσως στο σπίτι δημιουργούνται τριβές».

Ο λόγος των τριβών είναι κυρίως η ανεξήγητη συμπεριφορά της Μάρθας, ακόμη και μπροστά στον άντρα της αδελφής της. «Στην πραγματικότητα η Μάρθα έχει ξεχάσει πώς υποτίθεται ότι πρέπει να συμπεριφέρεται μπροστά σε κόσμο», εξηγεί η Όλσεν. «Ενστερνίζεται ακόμα τις θεωρίες της αίρεσης. Θέλει να είναι ανιδιοτελής και δεν πιστεύει στον υλισμό, σε αντίθεση με την αδελφή και τον κουνιάδο της, αλλά αυτές οι ιδέες έχουν διαστρεβλωθεί στο κεφάλι της. Δεν καταλαβαίνει ούτε τους μικρούς κανόνες, όπως το γιατί οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι για δείπνο: πάνε χρόνια που δεν κάθεται μαζί με κάποιον άντρα, γι’ αυτό και δεν μπορεί να φάει μπροστά του. Δεν μπορεί καν να καταλάβει πότε επιτρέπεται να είναι γυμνή και πότε όχι. Είναι μια ξένη σ’ ένα ξένο μέρος».


Ο Τζον Χοκς, ο γητευτής – ηγέτης


Πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος του ηγέτη της αίρεσης, γιατί έπρεπε ν’ αποπνέει ταυτόχρονα γοητεία και άγρια ένστικτα. Ο Ντέρκιν τον εμπιστεύτηκε στον Τζον Χοκς, που όμως δε θέλησε ν’ αφομοιώσει χαρακτηριστικά από υπαρκτούς αρχηγούς σεκτών (όπως ο Τσαρλς Μάνσον ή ο Ντέιβιντ Κόρες). «Δεν ήθελα ο Πάτρικ ν’ αντιγράφει αληθινούς χαρακτήρες», λέει ο ηθοποιός. «Ένιωθα ότι έπρεπε να τον πλάσω ως έναν αληθοφανή γητευτή που δεν ξεπερνά τα όρια. Όσο πιο αληθινός, χαρισματικός και αξιόπιστος είναι, τόσο περισσότερο η Μάρθα θα θέλει να τον ακολουθήσει». Μέρος της γοητείας του Πάτρικ είναι η ικανότητά του να δίνει ώθηση στην αυτοπεποίθηση ενός νέου ανθρώπου, ακόμη κι όταν τον εγκρίνει μ’ ένα απλό νεύμα ή μ’ ένα ζεστό, πατρικό χαμόγελο. «Αυτός είναι ο τρόπος του να σε χειρίζεται. Αντιλαμβάνεται τις συναισθηματικές σου ελλείψεις και σε «ταΐζει» ανάλογα. Ο Πάτρικ μπορεί εύκολα να γίνει η πατρική φιγούρα πάνω στην οποία θα στηριχτεί οποιαδήποτε μπερδεμένη νεαρή γυναίκα».

Παρά την εκμετάλλευση που ασκεί στους γύρω του και τον ηθικό του εκφυλισμό, ο Χοκς κατάφερε να βρει στοιχεία αυθεντικότητας στο χαρακτήρα του Πάτρικ. «Είναι ένας τύπος που δύσκολα θα συμπαθήσει κανείς, αλλά ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα στην ηθοποιία είναι να κάνεις το κοινό να πάρει κάποιες στιγμές το μέρος ακόμη κι ενός τύπου σαν τον Πάτρικ. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση». Σε μια από τις πιο καθηλωτικές σκηνές της ταινίας, ο Πάτρικ παίζει κιθάρα και τραγουδάει μπροστά στα μέλη της κοινότητας ένα κλασσικό φολκ τραγούδι των ‘60s, το “Marlene”, για τη Μάρθα. Όντας επαγγελματίας μουσικός, ο Χοκς έπαιξε ολόκληρο το κομμάτι χωρίς παύσεις. «Τα γυρίσματα ήταν εξωτερικά κι εκείνη την ημέρα έκανε πολύ κρύο. Εκείνη τη μέρα η πρόκληση κυρίως ήταν να καταφέρω να τραγουδήσω χωρίς να χτυπάνε τα δόντια μου! Ήξερα όμως ότι το τραγούδι ήταν το σωστό στοιχείο για την ιστορία. Κατά κάποιο τρόπο προσδίδει στον Πάτρικ μια ανθρώπινη, θετική πλευρά».

Και η Όλσεν συμπληρώνει, «Αν έβλεπες κάποιον που είναι τρομακτικός κι ανατριχιαστικός, δε θα μπορούσες να πιστέψεις ότι δελεάζει τόσους ανθρώπους να ενταχθούν στην αίρεση. Ο Τζον (Χοκς) όμως κάνει τα πράγματα να φαίνονται διαφορετικά. Μοιάζει τόσο ευγενικός όταν τραγουδάει στη Μάρθα ένα τραγούδι αγάπης, που η Μάρθα την πατάει εντελώς. Κι εγώ θα την πατούσα στη θέση της».
Συμμετέχουν
Ελίζαμπεθ Όλσεν
Martha
Τζον Χοκς
Patrick
Sarah Paulson
Lucy
Κρίστοφερ Άμποτ
Max
Μπρέιντι Κόρμπετ
Watts
Χιου Ντάνσι
Ted
Maria Dizzia
Katie
Τζούλιαν Γκάρνερ
Sarah
Louisa Krause
Zoe
Adam David Thompson
Bartender (ως Adam Thompson)
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551